
Γράφει ο Νικόλας Κανελλόπουλος
«Πώς άραγε αποτυπώνει κανείς το θαύμα; Σαφώς περιγραφικά. Πώς όμως μπορεί να μεταφέρει ακριβώς μια αλλαγή εποχής τόσο… κοσμογονική, όσο η σημερινή ιστορία; Είναι η διαχρονικότητα του κατορθώματος [...] στο "πριν" και στο "μετά". Ένα πριν αφάνειας κι ένα μετά ανά – γεννησιακό, με δόξα διαχρονική στην έναρξή του.» Θυμάστε τον πρόλογο; Το προετοιμάζαμε, το αναμέναμε και δικαιωθήκαμε. Εντάξει σύμφωνοι, θέμα καθαρά ημερολογιακό ήταν - κατ' αναλογία με τον επικείμενο «χαμό» εντός περίπου μιας εβδομάδας για χάρη του Λιθουανού γίγαντα. Η στιγμή θα ερχόταν, ούτως, ή άλλως, ωστόσο, κι εμείς από την πλευρά μας ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα του καθήκοντος.
Εντός 21 ημερών γιορτάσαμε την επέτειο δύο θριάμβων, οι οποίοι «γεννήσαν» ξανά στα δύο λαοφιλέστερα αθλήματά μας, διαμορφώνοντας ολοκαίνουργιες προοπτικές και συνθήκες, στα όρια της κοσμογονίας, για την εξάπλωση και παρουσία τους. Την προπερασμένη εβδομάδα μόλις, στο ενδιάμεσο, αναπολήσαμε το γκολ που ήταν η αρχή των πάντων, προϋπόθεση του μύθου - καθοριστικότερο, βάσει βαθμολογικών συγκυριών και απαιτήσεων, από την ιστορική έκπληξη της πρεμιέρας επί της οικοδέσποινας. Δύο στιγμές απονομής, λοιπόν, που, όπως ενώνονται στη νοητή, ατελειώτη γραμμή του χρόνου δημιουργούν την ιστορική τους συνέχεια, συνεκτικότητα και κληρονομιά, ως εκ τούτου, στη συλλογική μνήμη - το γεγονός πως μιλάμε για διαφορετικά σπορ δε σημαίνει τίποτα.
Το ιστορικό έπος που μας έμαθε να πιστεύουμε στα όνειρα, προτού δώσει τη σκυτάλη σ' ένα ομόλογό του κατόρθωμα, στον άθλο της Σερβίας και του Μαυροβουνίου 18 ολόκληρα χρόνια μετά, γνώρισε εξ ίσου απρόσμενα και αναπάντεχα, μα φυσικά με την ίδια λαχτάρα, την παράτερη συνέχειά του στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Τόπο σύνθεσης της «γαλανόλευκης» ραψωδίας, του ωραιότερου ποδοσφαιρικού παραμυθιού μας, που όμοιά της δεν είχαμε αντικρύσει ποτέ ξανά. «Οι σύγχρονοι 11 Έλληνες θεοί», έγραφε το πούλμαν της Εθνικής μας, παρουσιάζοντάς τους ως συνέχεια του δωδεκάθεου, δεν ήταν μόνο τόσοι όμως. Ήταν ολόκληρη η αποστολή, όχι μόνο οι παίκτες που, περισσότερο ή λιγότερο, πάτησαν στο χορτάρι.
Ο «αρχιτέκτονας» Ότο, ο πλέον αγαπητός Γερμανός των Ελλήνων. Ο φύλακας - άγγελος» Αντώνης, που μετά τη μεγαλύτερη επιτυχία της ζωής του τον ανέμενε στα 33 μια δεύτερη καριέρα, για να γίνει στο τέλος θρύλος, ο «Κολοσσός» Τραϊανός με την πιο γλυκιά κεφαλιά του ελληνικού ποδοσφαίρου μας, «μέχρι την επόμενη» τρια βράδια μόλις μετά, ο ιστορικός αρχηγός και MVP της διοργάνωσης Θοδωρής, ο «διαβήτης» Βασίλης, το «μηχανάκι» από την Πάτρα και ο «τυπάρας» από τον Πύργο. Μαζί τους πάντα οι δύο «Άγγελοι της Ελλάδας». Ο ένας (αυτός που τύλιξε το δώρο της έκπληξης στο εναρκτήριο ματς με το ψύχραιμο πέναλτι) να «κερνάει» με σέντρα την αμβροσία με την οποία λίγη ώρα μετά μια ολόκληρη χώρα θα μεθούσε, μέχρι την επόμενη μέρα. Ο δεύτερος σμπαραλιάζει τα δίχτυα και ορίζει στο όνομά του σπουδαία παρακαταθήκη (πέτυχε γκολ απέναντι σε όλα τα μεγαθήρια), στο ιστορικό «57'» του ρολογιού, που σταμάτησε ο χρόνος, μέχρι οι δείκτες του να ξεκινήσουν πάλι και να ορίσουν πως το όνειρο θερινής νύχτας έγινε η απόλυτη παντοτινή καλοκαιρινή μας πραγματικότητα. Αυτοί και όλοι οι άλλοι μαζί τους. Ήταν όλοι τους υπέροχοι. Για το ροκ του παρελθόντος μας...