
Τις τελευταίες σχεδόν τρεις δεκαετίες Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός είναι οι κορυφαίοι μπασκετικοί πρεσβευτές της Ελλάδας στην Ευρώπη, δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Τη δεκαετία του 1960 ξεχώριζε η ΑΕΚ, η οποία το 1968 έφερε την πρώτη επιτυχία σε διασυλλογική διοργάνωση με μια παρέα Ελλήνων να «αναστατώνει» όλη την Ευρώπη στην πορεία προς το τρόπαιο.
Η υποχρέωση απέναντι σε έναν άνθρωπο και μια ολόκληρη χώρα
Το 1968 η ΑΕΚ θα αγωνιζόταν στο Κύπελλο Κυπελλούχων, αφού έχασε το πρωτάθλημα της προηγούμενης χρονιάς από τον Παναθηναϊκό, (υπό το βάρος και της απώλειας του Μόσχου), όμως από την αρχή ήθελε να φτάσει όσο πιο μακριά γινόταν για εκείνον.
Η «Ένωση» ξεκίνησε από τον δεύτερο γύρο και τα κατάφερε απέναντι στην CAS Βιτόρια (η σημερινή Μπασκόνια), με τον Αμερικάνο να σημειώνει 41 πόντους στον δεύτερο αγώνα και τη νίκη να έρχεται με 85-65, υπερκαλύπτοντας την ήττα του πρώτου ματς με 82-72. Ακολούθησε η Ροαγιάλ Κατρ από το Βέλγιο και εκεί ήρθε το πρώτο θρίλερ. Η ΑΕΚ κέρδισε άνετα στην Αθήνα με 76-54, όμως η ρεβάνς είχε δράματα. Οι Βέλγοι είχαν πάρει προβάδισμα 74-52, μέχρι οι Βασιλειάδης και Λαρεντζάκης να κρίνουν το ματς. Ο πρώτος έβαλε δύο κρίσιμες βολές βλέποντας την μπάλα σαν «κοφίνι», όπως έχει πει κι ο ίδιος, μειώνοντας σε 74-54. Ο Λαρεντζάκης έβγαλε την άμυνα στην τελευταία φάση και το όνειρο συνεχίστηκε. Ένα εμπόδιο χώριζε πλέον την ΑΕΚ από τον τελικό, η Ίνις Βαρέζε. Η σειρά ξεκίνησε στην Ιταλία, όπου ήρθε η ήττα με 78-60 και πολλά παράπονα για τη διαιτησία και τους… φωτορεπόρτερ. Οι γηπεδούχοι είχαν ανθρώπους στις γωνίες που όποτε κάποιος παίκτης της ομάδας του Μήλα σούταρε, άναβαν τα φλας και επηρέαζαν την όραση και τη συγκέντρωσή τους. Στην Αθήνα η νίκη με 20 πόντους ήρθε με ραβέρσα του Τρόντζου στο τέλος, ο οποίος έπαιζε με ένα πόδι λόγω διαστρέμματος.
Ο τελικός που πέρασε στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες
Η ΑΕΚ πέρασε στον τελικό και βρήκε απέναντί της τη Σλάβια Πράγας, θέλοντας να κάνει αυτό που δεν κατάφερε δύο χρόνια πριν. Αντί να παιχτεί κορώνα-γράμματα η έδρα του τελικού, ο Γιάννης Χρυσαφίδης, πρόεδρος της «Ένωσης» είχε αντιπρόταση. Να γίνει στην Αθήνα και να πάρει τις εισπράξεις η Σλάβια, όπως και συνέβη. 80.000 κόσμου μαζεύτηκαν την 4η Απριλίου στο Καλλιμάρμαρο, με τον αριθμό αυτό να μπαίνει στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες το 1993. Δεν υπήρχαν χρώματα εκείνο το βράδυ. Παίκτες του Παναθηναϊκού, του Ολυμπιακού και άλλων ομάδων ήταν εκεί. Μόνο η ΑΕΚ και η Ελλάδα υπήρχε στον νου όλων.
Ο Αμερικάνος και οι υπόλοιποι έδειχναν να ελέγχουν την κατάσταση στο πρώτο ημίχρονο, με την ΑΕΚ να προηγείται ακόμα και με 47-38, όμως οι Τσέχοι δε θα τα παρατούσαν. Με παίκτες όπως ο Γίρι Ζίντεκ, ο Γίρι Ρουζίσκα κι ο Ρόμπερτ Μίφκα, αντεπιτέθηκαν και πέρασαν μπροστά 60-58. Οι γηπεδούχοι όμως δεν πανικοβλήθηκαν κι έφτασαν στο τελικό 89-82. Ο Βασίλης Γεωργίου που περιέγραφε ραδιοφωνικά το ματς είπε τρομερές ατάκες τότε. Μέχρι και τους ασπασμούς με τον Αμερικάνο μετέδωσε «έρχεται και με φιλεί, τον φιλώ κι εγώ».
Η ΑΕΚ κατάφερε να ενώσει όλη την Ελλάδα στην εποχή της Χούντας. Με τόσο κόσμο στο πλευρό της δεν είναι καθόλου υπερβολική η δήλωση του Νίκου Μπαμπανικολού «κερδίσαμε γιατί δεν μπορούσαμε να χάσουμε». Όλη την ατμόσφαιρα της εποχής, αλλά και τον αγώνα, αποδίδει εξαιρετικά η ταινία «1968» του Τάσου Μπουλμέτη, που βγήκε στις αίθουσες το 2018, την επέτειο των 50 ετών από τον άθλο.