
Γράφει ο Νικόλας Κανελλόπουλος
Αναρίθμητες οι ιστορίες των Ολυμπιακών Αγώνων, ανέκαθεν ξεχωριστό κεφάλαιο του παγκόσμιου Αθλητισμού. Αυθεντικός ιδεαλισμός, τιμή, περηφάνια και δέος τα συναισθήματα που οι τυχεροί νιώθουν και επιβραβεύονται να βιώνουν ως αφοσιωμένοι αθλητές. Η τετραετής χρονική απόσταση μεταξύ τους είναι το λιγότερο· εντείνει φυσικά η προσμονή τη λαχτάρα, αλλά ο πυρήνας είναι απαράλλαχτος και ακαθόριστος από το χρόνο – τουλάχιστον της αναμονής. Γιατί είναι αυτός ο ίδιος ο οποίος «μπολιάζει» το Ολυμπιακό πνεύμα με την ομορφιά των ανθρώπινων μεμονομένων ιστοριών, που, συνδυαζόμενες με τo αθλητικό (και όχι μόνο) μότο ζωής «citius, altius, fortius» δημιουργούν τη ροή της Ιστορίας ως ορόσημο, διδαχή και οδηγό για τους επόμενους.
Η σημερινή μας, λοιπόν, (φωτό) ιστορία χρονολογείται τόσο παλιά, είναι τόσο παράδοξη που κάλλιστα παρομοιάζεται με παραμύθι, ειδικά αν σκεφτούμε πως ο λόγος δημιουργίας και ύπαρξής της είναι τόσο μα τόσο αυθεντική και ανθρώπινη. Το ταξίδι της ανά τους αιώνες επιβεβαίωση της ιδιαιτερότητάς της και φυσικά της σημασίας του κατορθώματος που διηγείται. Γυρνώντας τις σελίδες του ημερολογίου μας πολύ πίσω, περί τα 1896 και στις 10 του Απρίλη, συμφωνα με το νέο ημερολόγιο, «βλέπουμε» τον Σπύρο Λούη να μπαίνει ως μόνος, πρώτος θριαμβευτής στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο, αποθεώνεται και χαρίζει στο έως τότε άσημο όνομά του (και της γενιάς του όλης επίσης) μια θέση στα βιβλία της Ιστορίας, συνώνυμη της αθανασίας. Κατά το (τότε ισχύον) ιουλιανό, 29 Μάρτη, μια μέρα ακριβώς σαν σήμερα.
Δύο ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα ο χρόνος της κούρσας, μιας διαδρομής που ο ίδιος δεν… γνώριζε, καθώς δεν είχε υπάρξει αθλητής νωρίτερα, αλλά βρέθηκε στο κορυφαίο γεγονός από… σπόντα! Ή μάλλον για πολύ συγκεκριμένο λόγο, άσχετο με τους μαραθωνίους, τα τρεξίματα, εν γένει με τον αθλητισμό: έλαβε μέρος για να «ανέβει» στα μάτια της μητέρας της αγαπημένης, που δεν τον ήθελε για γαμπρό της, λόγω της ταπεινής του καταγωγής, να… αφοπλίσει την άρνησή της και να παντρευτεί δικαιωματικά πια ως… ασημένιος Ολυμπιονίκης (τότε στους πρώτους δεν δινόταν χρυσό μετάλλιο) την αγαπημένη του Ελένη!
Όμως δεν είναι μόνον ο έρωτας το… ζουμί της διήγησης: ακολουθεί η φήμη πως ο Λούης συμμετείχε παράνομα στον αγώνα! Στον προκριματικό λίγες μέρες νωρίτερα τερμάτισε πέμπτος με χρόνο 27 δεύτερα χειρότερο από τον «επιβεβαιωμένο» αθλητή, του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου τότε, Χαρίλαου Βασιλάκου, ο οποίος τερμάτισε σε τρεις ώρες και 18 δεύτερα. Εδώ, βοηθήθηκε πράγματι από… σπόντα, αφού ο συνταγματάρχης του στο στρατό, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ήταν συνδιοργανωτής των προκριματικών και τον πέρασε!
Ο θρίαμβος επιβεβαιώθηκε και παρά τις φήμες ή τα όποια βάσιμα περισσότερο ή λιγότερο σενάρια δεν αναιρέθηκε ποτέ. Όπως και ο γάμος του Σπύρου και της Ελένης, την οποία φρόντισε, έως τα βαθιά της γεράματα, έχοντας επιστρέψει στην προηγούμενη άσημη ζωή του, αυτή του (αγράμματου) νερουλά. Η πεθερά «σώπασε για πάντα» τελικά. Δεν έτρεξε ποτέ ξανά, αδιαφορώντας για τις όποιες κατηγορίες. Το μετάλλιο, τις δάφνες και την παρακαταθήκη της υστεροφημίας που θα του άλλαζε τη ζωή, δεν τα θέλησε. Γιατί, εν τέλει, φαίνεται πως η ζωή του άλλαξε, μόνο και μόνο για να συνεχιστεί από εκεί που την άφησε. Το αληθινό έπαθλο ήταν η δικιά του «ωραία Ελένη». Ένα μετάλλιο που κρέμασε στην καρδιά και όχι στο λαιμό.