Face to Face

Οι Γιώργος Μπαντής και Ελένη Κακαμπούκη στο BN Sports για τη χαρά του ποδοσφαίρου και την ανάγκη οργάνωσης των γυναικείων τμημάτων

Οι Γιώργος Μπαντής και Ελένη Κακαμπούκη στο BN Sports για τη χαρά του ποδοσφαίρου και την ανάγκη οργάνωσης των γυναικείων τμημάτων
Γιώργος Μπαντής και Ελένη Κακαμπούκη, μιλώντας στο BN Sports θέτουν πολύ σοβαρά ζητήματα σχετικά με το ελληνικό ποδόσφαιρο, αλλά και τα γυναικεία τμήματα.

Συνέντευξη στον Νικόλα Κανελλόπουλο

Κατά πόσο ένας αθλητής μπορεί να είναι πρότυπο εκτός γηπέδων; Ιδιαίτερο ζήτημα, ανεξαρτήτως αθλήματος – και φύλλου – ακριβώς επειδή υπερβαίνει το αγωνιστικό κριτήριο, την στιγμή που καθορίζεται (;) από αυτό. Τουλάχιστον ως προς την αναγνωρισιμότητα του προσώπου. Δεν γίνεται λόγος για την πειθαρχία στο απαιτητικό πρόγραμμα του πρωταθλητισμού, αλλά στον τρόπο σκέψης και δράσης, εκτός του «χώρου της δουλειάς». Με άλλα λόγια, για την στάση ζωής, η οποία αποκαλύπτει την προσωπικότητα του ανθρώπου πρώτα, ολοκληρώνοντας, έως ένα βαθμό τουλάχιστον, την δημόσια εικόνα του και την ποιότητα της (όποιας) απεύθυνσής του στο κοινό. Ή μήπως αποτελεί την αφετηρία για την διαμόρφωσή της;

mpantiiiiis.jpg

Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνιών καθιστά τον προβληματισμό επίκαιρο. Κάθε εποχή έχει τα δικά της διακυβεύματα – είναι η βαρύτητα των ανθρώπινων αξιών τέτοια που αυτόματα καθίστανται ανέκαθεν και προ(σ)κλήσεις διαχρονικές. Επαναπροσδιορισμός προσωπικός αρχικά και μετέπειτα κοινωνικός. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ξεχωρίζουν και ανταποκρίνονται στο κάλεσμα, επειδή ακριβώς αυτό προέρχεται από την ψυχή – και ουσιαστικά σε τέτοιες απευθύνεται – καθότι ο προσωπικός τους προβληματισμός είναι τρόπος έκφρασης, πρεσβεύων μία ευρύτερη κοινωνική διεκδίκηση για όλους τους υπόλοιπους που δεν μπορούν, λόγω συνθηκών, ή και για ακόμη όσους οι οποίοι δεν θέλουν, λόγω επιλογής. Γιατί ίσως και η αγνωμοσύνη εκλαμβάνεται ως έκφραση ελεύθερη, έστω και αδόκιμη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΝΤΗΣ:

«Έχουμε χρέος να επιστρέψουμε πράγματα στην κοινωνία. […] Το ποδόσφαιρο είναι διασκέδαση και χαρά. Όχι βία».

«Παντού δυστυχώς βλέπουμε μία ‘θυμωμένη’ κοινωνία που πολλάκις εκφράζεται ακραία. Στα social παρατηρείται ‘πόλεμος’ για όλα τα ζητήματα. Για να αλλάξει το ποδόσφαιρο πρέπει να αλλάξουμε και ως άνθρωποι». Καλοί και απαραίτητοι οι θεσμοί και οι πολιτικές, ωστόσο τίποτα δεν μακροημερεύει αν πρώτα η πρόθεση – και η πράξη αναμφισβήτητα – για αλλαγή δεν είναι αρχικά προσωπική. Να γίνει, δηλαδή, κίνητρο νέας νοοτροπίας και ύστερα διοίκησης, παντός είδους. Στην πολύπαθη Ελλάδα της τελευταίας εικοσαετίας και στο ανάλογα ταλαιπωρημένο ελληνικό ποδόσφαιρο, φαίνεται πως αυτό τον ρόλο έχει, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Μπαντής. Με αμφότερες τις ιδιότητές του, τόσο ως τερματοφύλακας κάποτε, όσο και με την ύστερη συνδικαλιστική του δράση, ως Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμοιβομένων Ποδοσφαιριστών – Ποδοσφαιριστριών (ΠΣΑΠΠ), δίνει τον δικό του αγώνα υπεράσπισης και αφύπνισης της κοινής γνώμης.

Η δεύτερη, εξ ορισμού θέση με ευθύνη και κοινωνική απεύθυνση, έμελλε να είναι και αυτή μέσω της οποίας θα ερχόταν στο προσκήνιο πριν από ένα ακριβώς χρόνο, με αιτία ένα συμβάν που τότε συγκλόνισε τη χώρα. «Αν το αίμα του Άλκη δεν καταφέρει να μας σώσει, να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό, εύχομαι να μας πνίξει όλους, ειλικρινά», δηλώνει επί λέξη και με πόνο ψυχής από το σημείο της δολοφονίας. Ηθικοί συμπαραστάτες του, μέλη του ΠΣΑΠΠ, και οι αρχηγοί του ΠΑΟΚ και Ηρακλή, Αντελίνο Βιεϊρίνια και Μανώλης Παπαστεριανός, εκφράζουν επίσης την οδύνη τους.

Ανήμποροι καθώς είμαστε ως θνητοί στο θάνατο, πόσο μάλλον όταν το τέλος επέρχεται τόσο αυθαίρετα, άδικα και βίαια, πόσο πιο επώδυνη γίνεται η διαχείριση; «Πρόκειται για δύο τραγικές περιπτώσεις. Ήταν σοκαριστικά τα όσα συνέβησαν. Δύο νέα παιδιά έφυγαν τόσο άδικα από τη ζωή. Ο Άλκης δολοφονημένος, λόγω αρρωστημένων ιδεών και ο Νίκος επειδή λύγισε ψυχολογικά από την κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο». Η σχετική ερώτηση για το μοίρασμα των σκέψεών του για τα δύο παραδείγματα, τα πλέον πρόσφατα και τραγικά, ως σκληρό απότοκο των παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας, περιλαμβάνει και τον αδικοχαμένο Νίκο Τσουμάνη, τον νεαρό ποδοσφαιριστή που έδωσε τέλος στη ζωή του πριν από 1,5 πλέον χρόνο, τον Οκτώβριο του 2021. Η ανάληψη της θεσμικής του ευθύνης και η συγγνώμη που ζήτησε για αμφότερα τα περιστατικά, αποδεικνύουν και τον ψυχισμό του, τη μόρφωση και τις κοινωνικές του ανησυχίες σε μία χώρα με «κοντή» μνήμη, ως γνωστόν.

gnoston.jpg

«Πρόκειται για συγκοινωνούντα δοχεία, οπότε έχουμε χρέος να επιστρέφουμε πράγματα πίσω στην κοινωνία. Να εκμεταλλευτούμε τη δημοφιλία μας ώστε να την αφυπνίσουμε σε διάφορα ζητήματα και κυρίως να βοηθήσουμε στην εξάλειψη της βίας. Πρέπει να γίνει από όλους αντιληπτό ότι δεν μας χωρίζει τίποτα. […] το ποδόσφαιρο είναι διασκέδαση και χαρά. Όχι βία». Η απόφανση αυτή συμπυκνώνει του προηγηθέντος (γραπτού) λόγου το αληθές, για τις δύο χαμένες ζωές, καθώς αναδεικνύει, αφενός τον πολυδιάστατο ρόλο που (θεωρητικά πρέπει να) έχει ο αθλητής, αφετέρου, αναδεικνύει τον παιδευτικό ρόλο του ΠΣΑΠΠ, την κινητοποίηση, θεσμική και πνευματική που επιβάλλεται να συμβεί.

«Το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι η τοξικότητα, από πολλά σημεία του. Δεν μπορεί να απομονωθεί κάποιο και όλοι μας έχουμε ευθύνη για αυτό. Μικρή ή μεγάλη. Η πόλωση που υπάρχει επικρατεί σε όλες τις διαβαθμίσεις του χώρου και οδηγεί σε ακραίες αποφάσεις. Βέβαια, που δεν υπάρχει θα μου πείτε τώρα». Δίκιο δεν του στερείς, ομολογουμένως… Καιρός να μην επιβεβαιώνεται άλλο η ανικανότητά μας στην δημιουργία μιας κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας πρωτίστως και μετέπειτα στην εδραίωση ενός αθλήματος – προϊόντος, το οποίο δύναται να υπόσχεται αποτελέσματα προς όφελος της Πολιτείας στο τέλος της μέρας και όχι να περνάει εξετάσεις ομαλούς διεξαγωγής κάθε Σαββατοκύριακο. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, δηλαδή, όταν δεν πεθαίνει κανείς.

«Ήταν μία κοινή απόφαση που πάρθηκε μεταξύ φίλων ποδοσφαιριστών και ποδοσφαιριστριών που μοιραζόμαστε τις ίδιες απόψεις. […] Εάν δεν λειτουργούσαμε σαν ομάδα και δεν είχαμε τα ίδια ερεθίσματα, δεν ξέρω αν θα έθετα υποψηφιότητα από μόνος μου. Σε μεγάλο βαθμό ήταν συλλογική η απόφαση». Κοινός τρόπος σκέψης με νέους ανθρώπους αθλητές, με κοινά βιώματα διαμόρφωσης πορείας και προβληματισμούς κοινωνικούς είναι η αιτία που τον οδήγησε στην υποψηφιότητα του Προέδρου προ τετραετίας – αυτά τα στοιχεία καλείται και επιδιώκει ο ίδιος, ούτως ή άλλως, να αναδείξει με την δράση του τρία χρόνια τώρα, από τον Μάιο του 2020, ώστε να εισαγάγει στην αντίληψη μας την αμφίδρομη αυτή σχέση των «συγκοινωνούντων δοχείων», του αθλητισμού και της κοινωνίας.

Η πρώτη εκείνη εκλογή συνέπεσε με την πανδημία· λογικό λοιπόν η στόχευση να μην μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή, καθώς οι αποκλίσεις, λόγω και αντικειμενικών δυσκολιών της περιόδου, υπήρξαν πολλές. Ωστόσο, από τη μία, υπήρξαν «νίκες σε επίπεδο κανονισμών» και από την άλλη ο μεγαλεπήβολος και διακαής πόθος οι αθλητές να συμπορεύονται με τον κοινωνικό παλμό και να εκφέρουν γνώμη. Δηλαδή να πληρώνονται και για να μιλούν. Μεγαλύτερο κίνητρο δεν θα μπορούσε να βρεθεί. Μήνυμα, οιωνός, όπως θέλετε χαρακτηρίστε το, όμως σαφώς πρόκειται για μία σημαντική ένδειξη αλλαγής, που επουδενί έρχεται ουρανοκατέβατη: η επανεκλογή του περασμένου Μαϊου, σημαδεύεται από την ιστορική, καθότι παρθενική, επίσημη ένταξη δύο αθλητριών στο Διοικητικό Συμβούλιο, της Χαράς Δημητρίου, ως Γενικής Γραμματέως, και της Ελένης Κακαμπούκη, ως Υπεύθυνης Ανάπτυξης Ποδοσφαίρου Γυναικών. «Ήταν κάτι που θέλαμε να πετύχουμε εδώ και χρόνια […]. Ανά τον κόσμο το ποδόσφαιρο γυναικών εξελίσσεται, αποκτά όλο και περισσότερο κοινό και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας. Στη χώρα μας δυστυχώς βρίσκεται ακόμη στα πρώτα του βήματα […]».

Πριν πάρει την σκυτάλη σχετικά η Ελένη Κακαμπούκη, ο Πρόεδρος του ΠΣΑΠΠ δηλώνει ευθέως πως πρόθεση του Συνδέσμου είναι η ισότιμη αντιμετώπιση των δύο φύλλων – επομένως η εξοικείωση του Έλληνα με τον όρο «ποδοσφαιρίστρια». Δηλαδή γυναίκα σύγχρονη και νέα, με δικαιώματα. Δεν το λες και εύκολο πράγμα… «Το ποδόσφαιρο είναι το ίδιο, ανδρικό και γυναικείο. Έτσι το αποκαλούμε εμείς. Δεν αλλάζει κάτι», δηλώνει ξεκάθαρα, διορθώνοντάς μας παράλληλα… ευγενέστατα με την παρατήρηση περί της χρήσης σωστής ορολογίας: «ποδόσφαιρο γυναικών» και όχι «γυναικείο ποδόσφαιρο». Η τομή αυτή δίνει στον ίδιο και στα άπαντα φυσικά μέλη του ΔΣ – λίγο περισσότερο ενδεχομένως στα νεοεισελθόντα για λόγους ευνόητους – μία νέα δυναμική στην ιδιότητά τους, πέραν της ικανοποίησης που ανθρώπινα αισθάνονται. Προς τιμήν τους.

Οι απαντήσεις για την καριέρα του, το «παιδικό του όνειρο», εξ ίσου ευχάριστες, συνειδητές και φιλοσοφημένες. Από αυτές που προκύπτουν και νέες ερωτήσεις – έτσι συμβαίνει στις συνεντεύξεις, άλλωστε, αλλά με πολυσύνθετο περιεχόμενο και ερεθίσματα. Δείγματα γραφής ενός ανθρώπου που ξέρει ποιος είναι, πού έφθασε και τί κατάφερε, αλλά και με γνώση για το τί μπορεί να πετύχει μελλοντικά. Αυτόματα η ποιότητα της επικοινωνίας, έστω και της εξ αποστάσεως, είναι διαφορετική. Καθότι τμήμα της ζωής μας, ο απολογισμός μιας μακράς πορείας, έχει εύλογα, καλές και κακές στιγμές. Οι αναμνήσεις πολλές και η νοσταλγία δικαιολογημένη. Οι επιλογές στιγμών και ο τρόπος των απαντήσεων, αποδείξεις πως η αξιολόγηση αυτή είναι αμιγώς προσωπική για τον καθένα μας και μόνο ως τέτοια πρέπει να λογίζεται, χωρίς να κρίνεται από το αγωνιστικό (εν προκειμένω) αποτέλεσμα και την τροπαιοθήκη. Αντίθετα, από το συναίσθημα χαράς της αυτοπραγμάτωσης του παιδικού ονείρου.

«Αυτό ήθελα και μετά δεν με απασχολούσε ιδιαίτερα τι θα συμβεί. Τα κατάφερα και μετά όλα πήραν τον δρόμο τους». Αφέθηκε στη ροή της Ζωής και του ονείρου του ο Γιώργος Μπαντής, όταν ξεκινούσε το ταξίδι του, μετά και την πρώτη συμμετοχή του (ως αλλαγή) με την ομάδα της καρδιάς του, τον αγαπημένο του Ηρακλή, το μακρινό πια 2006. Ακολούθησαν ακριβώς 20 ακόμη σε διάστημα 6 ετών (2005 - 2011). Ακολουθεί η ομάδα με την οποία αγωνίστηκε ακριβώς 50 φορές σε 5 χρόνια (2011 – 2016) και πραγματοποίησε την καλύτερη περίοδό του, ο Αστέρας Τρίπολης, όπου ως κορυφαία στιγμή ξεχωρίζει την συμμετοχή στους ομίλους του Europa League και στον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας το 2013. «Δεν μπορώ να απομονώσω μία εξ’ αυτών, όλες είχαν την σημασία τους». […] «Σίγουρα μπορούσα να είχα πετύχει περισσότερα, αλλά την ίδια στιγμή και λιγότερα». Απάντηση ενός ανθρώπου που εκτιμά αυτό που η Ζωή του χάρισε. Αποδοχή, ελευθερία και ικανοποίηση.

ikanopoiisi.jpg

«Έκανα αυτό που ήθελα από παιδί, χάρηκα το ποδόσφαιρο και γνώρισα υπέροχους ανθρώπους που βρίσκονται ακόμη και τώρα στη ζωή μου. Δεν παραπονιέμαι, σε καμία περίπτωση». […]. «Υπέπεσα σε λάθη, όπως όλοι άλλωστε, όμως σε γενικές γραμμές ευχαριστήθηκα την καριέρα μου και έφυγα γεμάτος ως άνθρωπος. Το τελευταίο είναι πάρα πολύ σημαντικό». έτσι συμβαίνει για όλους μας, αυτή είναι η διαδικασία εξέλιξης και εμπειρίας. Ωρίμανση. «Σίγουρα μου έλειψε ένας τίτλος». […] «Είναι κάτι που ακόμη με ‘τρώει’ μέσα μου». Το παράπονο απολύτως δικαιολογημένο. Ποιος δεν ονειρεύεται κατακτήσεις; Παραταύτα κάνει το δώρο στον εαυτό του να αναγνωρίσει την τύχη του. Είναι συνειδητοποιημένος. Δηλαδή «χορτασμένος» και ευτυχής. «Πάντα οι άνθρωποι θέλουμε το κάτι παραπάνω. Δεν είμαι αχάριστος, σε καμία περίπτωση».

ΕΛΕΝΗ ΚΑΚΑΜΠΟΥΚΗ

«Όταν οι ΠΑΕ αναλάβουν τα γυναικεία τμήματα όλα θα είναι πιο εύκολα και οικονομικά και οργανωτικά».

Πως αντιμετωπίζεται από την Πολιτεία μία νεαρή γυναίκα που θέλει να παίξει ποδόσφαιρο στην σύγχρονη Ελλάδα; Η επιθυμία αυτή ερμηνεύεται ως εξελικτική στόχευση και στοιχειώδης ανθρώπινη επιθυμία ή ουτοπία; Κατ’ ακολουθία των αρχικών ερωτημάτων περί παραδειγμάτων προς μίμηση στον πρόλογο συνέντευξης του Προέδρου του ΠΣΑΠΠ, ακολουθεί η ιστορία μιας Ελληνίδας «ποδοσφαιρίστριας».

Τι σημαίνει ο όρος αυτός για την σύγχρονη Ελλάδα και πώς μπορεί να συνδυαστεί με την στόχευση περί ισότητας των δύο φύλων που θέτει ο Γιώργος Μπαντής;

Γνωστό ευρέως πως το ποδόσφαιρο γυναικών δεν είναι δημοφιλές στην χώρα μας, το αντίθετο: δεν αναγνωρίζεται επισήμως ως επαγγελματικό (ακόμα και η πρώτη εθνική κατηγορία), υστερώντας σε υποδομές και οργάνωση. Η Ελένη Κακαμπούκη είναι μία από αυτές τις γυναίκες, που θέλουν, αλλά δεν μπορούν δυστυχώς, όχι λόγω ικανοτήτων ή διάθεσης βεβαίως, αλλά εξ αιτίας πολιτικής αδράνειας και οκνηρίας. Ξεχωρίζει, ωστόσο, από τις υπόλοιπες για δύο λόγους: πρώτον, την σταδιοδρομία της στο εξωτερικό την τελευταία διετία, στην ελβετική Λουγκάνο αρχικά και από πέρυσι στην Λάτσιο· δεύτερον, τον (εξ αποστάσεως) συνδικαλιστικό της ρόλο.

rolo.jpg

Οι νέες αυτές αγωνιστικές βάσεις τής δίνουν την δυνατότητα να απολαμβάνει καθημερινά ό,τι η ίδια (παλαιότερα) και οι συναδέλφισσές της (ακόμη) στερούνται στην πατρίδα: επαγγελματικές προδιαγραφές. «Το ποδόσφαιρο γυναικών στην Ελλάδα είναι ερασιτεχνικό και αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα όπως εγκαταστάσεις, ασφάλιση, παράγοντες κτλ. […] Το πιο σημαντικό κατά την άποψη μου και φλέγον θέμα είναι η ασφάλισή τους. Είναι δύσκολη η διαχείριση και η αντιμετώπιση ενός τραυματισμού, καθώς οι περισσότερες ομάδες δεν ασφαλίζουν τις παίχτριες». Η νομική κάλυψη είναι το κλειδί για την αλλαγή νοοτροπίας, επομένως και του επιπέδου, καθώς μόνο έτσι στην πράξη θα λάβει χώρα η επίσημη αναγνώριση των γυναικών ως επαγγελματιών ποδοσφαιριστριών. «Όταν οι ΠΑΕ αναλάβουν τα γυναικεία τμήματα όλα θα είναι πιο εύκολα και οικονομικά και οργανωτικά».

Μέχρι τότε, «οι περισσότερες αθλήτριες κάνουν απλά αυτό που αγαπούν». Έτσι, άλλωστε ξεκίνησε και η ίδια, ως έφηβη σε ακαδημία αγοριών. Ήταν, φυσικά, το μοναδικό κορίτσι: «Ήμουν αθλήτρια στίβου και μόλις με είδε ο κ. Τσάμης να παίζω με μια μπάλα στο ταρτάν του δημοτικού σταδίου μου έκανε πρόταση να ενταχθώ στην ακαδημία του. Από τότε άλλαξαν όλα». Η αρχή γίνεται με την διετή παρουσία στην ομάδα του Αχελώου (με άνοδο από την Β΄ στην Α΄κατηγορία) και ακολουθούν η πενταετής στην Αίγινα και η τριετής διαμονή στον Οδυσσέα Γλυφάδας, ωσότου η πορεία ανταμειφθεί με την σχέση ζωής με τον ΠΑΟΚ, όπου μένει για επτά χρόνια. Η πραγματική εξαργύρωση, όμως, συμβαίνει με την «εξαγωγή» της στο εξωτερικό. Η «τυχαία» αυτή συνάντηση με τον πρώτο της προπονητή – πόσο «κατά τύχη» προχωρούν οι ζωές μας, αλήθεια; - έμελλε να είναι η αφετηρία για το ταξίδι της, κάτι που η ίδια δεν περίμενε, όπως εξομολογείται.

«Ποτέ δεν φανταζόμουν αυτήν την πορεία γιατί μπορεί να έπαιζα στο σχολείο ποδόσφαιρο με τα αγόρια, αλλά δεν ήξερα καν πως υπήρχε ποδόσφαιρο γυναικών και εκείνα τα χρόνια οι ομάδες ήταν λίγες σε αριθμό». Εύλογες, οι συγκρίσεις εξωτερικού και Ελλάδας, όπως άλλωστε και η διεύρυνση της προσωπικής της κρίσης. «Τα πρωταθλήματα είναι περισσότερα και πιο ανταγωνιστικά, οπότε η πίεση, ο ρυθμός και η ένταση είναι σε πιο έντονο βαθμό». «[…] Το ποδόσφαιρο γυναικών στις περισσότερες χώρες είναι σε μεγάλο βαθμό αναπτυγμένο κάτι που οι Ελληνίδες ποδοσφαιρίστριες δυστυχώς δεν έχουν βιώσει ακόμη. Έχουν γίνει βήματα προόδου, αλλά με πολύ αργό ρυθμό». Τα (όχι μόνο αγωνιστικά) βιώματα της τελευταίας διετίας την κάνουν να πιστεύει το καλύτερο για την ίδια και να φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει – ό,τι ακριβώς δεν έκανε ως μαθήτρια (γιατί τελικά δεν το γνώριζε ακόμη) στην ακαδημία ποδοσφαίρου: «οι αγωνιστικοί μου στόχοι με την ομάδα μου είναι η κατάκτηση του πρωταθλήματος και με την Εθνική ομάδα η πρόκριση σε τελική φάση μιας μεγάλης διοργάνωσης». Ας ελπίσουμε, όταν το δεύτερο συμβεί, να έχουν γίνει ήδη βήματα προς το εμπρός.

Δεν υπάρχει μόνο η προαναφερθείσα έλλειψη της ασφάλισης (η οποία σε περίπτωση τραυματισμού επιφέρει μεγαλύτερο ψυχολογικό και οικονομικό κόστος), αλλά και η ανάλογη αγωνιστική ποιότητα, τόσο σε τεχνικό – τακτικό επίπεδο, όσο και σε εγκαταστάσεις. Παρασάγγας απέχει, λοιπόν, από το να ονομάζεται «προϊόν» το γυναικείο ποδόσφαιρο, αφού ουσιαστικά είναι παραγκωνισμένο από την Πολιτεία. Πρόβλημα φυσικά η εν Ελλάδι οργάνωση: «Από τη στιγμή που υπάρχει πρόβλημα οικονομικό και οργανωτικό σίγουρα η διαχείριση δεν είναι και η πιο σωστή. Στο εξωτερικό οι περισσότερες αντρικές ομάδες έχουν γυναικεία τμήματα, όποτε δεν υπάρχει οικονομικό πρόβλημα».

Η ειδοποιός διαφορά της ζωής της δεν αφορά πλέον μόνο στο αγωνιστικό σκέλος. Στην εκλογική διαδικασία του περασμένου Μαϊου, αξιώθηκε να είναι η μία από τις δύο πρώτες γυναίκες – αθλήτριες (η δεύτερη είναι η Γενική Γραμματέας, Χαρά Δημητρίου) ως επίσημα μέλη του ΠΣΑΠΠ, αναλαμβάνοντας το «χαρτοφυλάκιο» της Ανάπτυξης του Ποδοσφαίρου Γυναικών. Στόχευσή της η ποδοσφαιρική ισότητα των δύο φύλλων στην Ελλάδα, στο πρότυπο της Ευρώπης, τόσο ως προς τις αθλητικές συνθήκες διεξαγωγής (εγκαταστάσεις, επιτελείο, κατάρτιση, εμφανίσεις, διοικητική ιεραρχία) όσο και τις νομικές (εξασφάλιση). Η εμβάθυνση στο περιεχόμενο και επομένως οι προκλήσεις του στόχου, εύλογες και αναμενόμενες. «Ανά τον κόσμο το ποδόσφαιρο γυναικών εξελίσσεται, αποκτά όλο και περισσότερο κοινό και βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας», τάδε έφη Γιώργος Μπαντής, κινούμενος, βεβαίως στο ίδιο μήκος κύματος.

Αναμφίβολα πρόκειται για ένα στόχο μακροπρόθεσμο – ούτως ή άλλως, έτσι επέρχεται η εξέλιξη, πρόκειται για διαδικασία μακρά και επίπονη. Τόσο για όσους την επιδιώκουν από θέσεις ισχύος, όσο και για αυτούς που προσπαθούν μαζί τους, αλλά, δεν έχουν ανάλογη θεσμική δύναμη και υφίστανται, πιο άμεσα ίσως, τις συνέπειες της προσπάθειάς τους. Δυστυχώς για την ώρα, σύμμαχος δεν φαίνεται να είναι η κοινή γνώμη, όχι επειδή δεν επιθυμεί – η πλειονότητά της (ας ελπίσουμε) τουλάχιστον – αλλά επειδή δεν γνωρίζει. Σε κάθε περίπτωση, «το ποδόσφαιρο είναι το ίδιο, ανδρικό και γυναικείο. Έτσι το αποκαλούμε εμείς. Δεν αλλάζει κάτι». Πρέπει όμως να αλλάξουν πολλά. Τα «συγκοινωνούντα δοχεία» κοινωνίας και αθλητισμού θα αναμένουν την πρακτική συμπόρευσή τους. Τί πιο δύσκολο για τον άνθρωπο από το να τεθεί αντιμέτωπος με το είναι του και να διευρύνει το μυαλό του; Τους ευχόμαστε καλό κουράγιο.

www.bnsports.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης



0