Πώς θα αισθάνεται άραγε ένα μικρό παιδί, όταν ξέρει από... παιδί το μονοπάτι που θα ακολουθήσει; Φανταζόταν μια τέτοια διαδρομή; Παραδόξως δεν τον ρωτήσαμε, η αλήθεια είναι, και δε θέλουμε να προεξοφλήσουμε εκ μέρους του τίποτα. Τουλάχιστον τίποτα απ' όσα ο ίδιος δεν μοιράστηκε. Αυτό που επιβεβαιώνουμε, είναι πως αισθάνεται τυχερός, όπως πολλές φορές τόνισε. Επόμενως - πιστεύουμε - «γεμάτος». Ολοκληρωμένος. Αυτό το τελευταίο πέρνουμε την πρωτοβουλία και το δηλώνουμε ευθέως για εκείνον, με σεβασμό στις απαντήσεις και στις αναμνήσεις του. Τι κι αν, όμως, μας το δήλωσε με τον τρόπο του ο ίδιος;
Αυτές, άλλωστε, τον καθόρισαν. Όπως όλους μας... Από τον μικρό Γιώργο της Λάρισας, στον Γκαλίτσιο του Βελγίου. Δύο ταυτότητες, ένα πρόσωπο, 20 σχεδόν χρόνια μπάλα. Στο ενδιάμεσο παρά πολλά. Αφετηρία όλων ο αθλητισμός και τα μονοπάτια του, κυρίως δε, η δική του «φυσική» ετοιμότητα να ανταποκριθεί στα παιδικά όνειρα, τα οποία υπήρχαν ανέκαθεν ως... βιώματα: ο μαθητής ήταν έτοιμος από καιρό, γι' αυτό και οι μέντορες παρουσιάστηκαν νωρίς - εξ αρχής: ο καινοτόμος Δώνης, ο αείμνηστος και διορατικός Μητσιμπόνας και φυσικά, πρώτος όλων, ο πρεσβύτερος Γκαλίτσιος, ως «εισιτήριο» που χάριζε στα παιδικά μάτια του στιγμές από το μέλλον που γνώριζε πως θα ακολουθήσει.
Η μυρωδιά των αποδυτήριων της σπουδαίας Λάρισας, οι παιδικοί ήρωες Τζιοβάνι και Ντέιβιντ Ρίβερς, ο Καραπιάλης κι ένας Ολυμπιακός που ήρθε και εκπλήρωσε τα πιο κρυφά όνειρα. Ενα Βέλγιο ως μια δεύτερη - ποδοσφαιρική πάντα - πάτρίδα, που τον καθιέρωσε στο εξωτερικό και τον επιβεβαίωσε ως έναν κατακτητή τίτλων, μ' ένα στατιστικό άπιαστο, που ούτε ο ίδιος γνώριζε... Αt last but not least ένας Γιώργος Γκαλίτσιος, που τα έκανε όλα αυτά πραγματικότητα, ανταποκρινόμενος στις απαιτήσεις που οραματίστηκε για το παιδί μέσα του κάποτε στη Λάρισα, αλλά και σ' αυτές που συνεχίζει να δημιουργεί για τον πολυπράγμωνα ενήλικα του σήμερα. Τον ευχαριστούμε θερμά για την επικοινωνία, την ευγένεια και τη διάθεση. Για όλα αυτά και για πολλά ακόμη με τις απαραίτητες λεπτομέρειες, στη συζήτηση που ακολουθεί...
Συνέντευξη στον Νικόλα Κανελλόπουλο
Ας ξεκινήσουμε από τα τρέχοντα επαγγελματικά. Σκεφτόμουν να σε ρωτήσω αργότερα, αλλά, μου γεννήθηκε η απορία όταν έκανες λόγο για κάποια meetings στα τηλεφωνήματά μας και αποφάσισα να το επισπεύσω! Αποσύρθηκες το 2022. Με τι ασχολήθηκες μετά, θα ήθελες να μας πεις;
«Βεβαίως! Έχουμε δημιουργήσει με την Έλενα, τη σύζυγό μου, τους “The Buyers”, ένα fashion agency, που εκπροσωπεί διεθνή brands στην Ελλάδα και την Κύπρο, αναλαμβάνοντας την εισαγωγή, την παρουσίαση και την ανάπτυξή τους στην αγορά.»
Λάρισα και ΑΕΛ. Το όνομα της οικογένειας είναι συνδεδεμένο με τον σύλλογο. Ποιο ακριβώς ήταν το ερέθισμα και γενικά ο ρόλος του πατέρας σου για την αθλητική εξέλιξή σου;
«Ο πατέρας μου ήταν καθοριστικός και η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο φυσικό επακόλουθο. Ήταν στο πλευρό μου πάντα και το γνώριζα, ποτέ δε με πίεσε. Μ’ έπαιρνε, μάλιστα, θυμάμαι, στην προπόνηση, στα αποδυτήρια, κι ως μικρός που ήμουν, ασχολούνταν όλοι μαζί μου· τους φαινόταν αστείο. Ως παιδί, βέβαια, έπαιζα και καλό μπάσκετ, οπότε ασχολήθηκα για ένα διάστημα και με τα δύο. Ξεκίνησα από το δημοτικό ήδη στον Δήμο Λάρισας και θυμάμαι τον αείμνηστο Γιώργο Μητσιμπόνα να με βρίζει, επειδή πόναγε η μέση μου από το μπάσκετ και μου έλεγε να αφοσιωθώ στην μπάλα… Πίστευε σε μένα και με στήριζε.
Όλα αυτά αποτελούν παιδικές αναμνήσεις, είχα γαλουχηθεί έτσι. Ξέρεις, ο αθλητισμός σε βάζει σε πολύ σωστά μονοπάτια, όποτε μεγαλώνοντας ήμουν “έτοιμος” χαρακτήρας, “πλασμένος”. Γνώριζα ήδη πως πρέπει να είμαι σοβαρός, χωρίς περισπασμούς. Ήταν κομβική η τελευταία χρονιά στο Λύκειο, όταν οι γονείς μου, οι οποίοι ήθελαν να σπουδάσω και να πάρω κάποιο πτυχίο, μου ζήτησαν να συνεχίσω το σχολείο και να διαλέξω ανάμεσα σε μπάλα και πανεπιστήμιο. Τους απάντησα: “θα τα κάνω και τα δύο και θα τα κάνω καλά!” – τόσο αποφασισμένος ήμουν! Παίρνω τότε μεταγραφή στη Λάρισα από τον τοπικό Απόλλωνα, κατά την έναρξη της εποχής Πηλαδάκη στη διοίκηση, και παράλληλα πέρασα κανονικά με εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.»
Η άφιξή σου στην ομάδα συμπίπτει με την παρουσία του Γιώργου Δώνη. Δεδομένου πως ήσουν στο ξεκίνημά της καριέρας σου, θα τον χαρακτήριζες, πιστεύω, ως μια αντίστοιχη πατρική φιγούρα. Η Λάρισα «μεγάλωνε» τότε και καθιερωθήκατε στη μεγάλη κατηγορία. Ποια ήταν η αγωνιστική του φιλοσοφία;
«Η αλήθεια είναι πως είχε εξ αρχής έναν καινοτόμο τρόπο σκέψης, ειδικά στη διαχείριση και στην επικοινωνία, ενδιαφερόταν για σένα και το έδειχνε. Προσωπικά, μου το είχε πει από την πρώτη στιγμή πως του αρέσει το παιχνίδι μου και πως θα με στήριζε. Προϋπόθεση γι’ αυτό φυσικά να έχεις τα προσόντα και τη διάθεση να εξελιχθείς.
Την πρώτη μου χρονιά στην ομάδα, τη σεζόν 2004 – 2005, πραγματοποίησα μόλις μία συμμετοχή στη Β’ Εθνική τότε, λόγω ενός τραυματισμού που είχα αποκομίσει από την προηγούμενη ομάδα μου, τον Απόλλωνα Λάρισας. Λέγεται σύνδρομο κοιλιακών προσαγωγών. Έκανα το χειρουργείο, επίσης με στήριξε και με περίμενε. Υπήρξε καθοριστικός. Με το πλέγμα που μου τοποθετήθηκε, μέσα σε 1,5 μήνα μετά την επέμβαση ήμουν έτοιμος για προετοιμασία.
Τακτικά ήταν ισορροπημένος, έδινε σημασία δηλαδή σε άμυνα και επίθεση, έδειχνε σαφή προτίμηση, όμως, στο επιθετικό ποδόσφαιρο πάντοτε. Περνούσαμε όλοι καλά στην προπόνηση και το ωραίο είναι πως χτίσαμε σταδιακά την αυτοπεποίθησή μας. Τότε, μάλιστα, όπως σου είπα ήταν πρωτοεμφανιζόμενος ο Πηλαδάκης, μαζί με τον Νίκο Λυράκη, που ήταν γενικός διευθυντής και υπήρχε στην ομάδα, αλλά και στην πόλη φυσικά η αίσθηση της αλλαγής, της ανανέωσης. Ήταν πράγματι κάτι νεωτεριστικό. Έχω να λέω πως ήμουν πραγματικά τυχερός γιατί όλοι μας είμασταν καλοί χαρακτήρες, επιτελείο, διοίκηση, παίκτες. Πηγαίναμε, σκέψου, για καφέ και καθόμασταν 20 άτομα στο ίδιο τραπέζι. Φαινόταν πως είχαμε κοινό στόχο.»
Ερευνώντας την πορεία της Λάρισας προς την ιστορική κατάκτηση του Κυπέλλου το 2007, παρατήρησα πως κερδίσατε αήττητοι. Είχατε έξι νίκες και δύο ισοπαλίες σε οκτώ αγώνες και αντίστοιχα εσύ ο ίδιος εφτά συμμετοχές κι ένα γκολ. Με τη Λόκερεν ακριβώς το ίδιο και στις δύο κατακτήσεις, με διαφορετικά νούμερα, βέβαια, δε χάσατε, όμως ούτε το 2012, ούτε το 2014. Το έκανες ξανά χρόνια μετά και στην Κύπρο με την Ανόρθωση. Μόνο με τον Ολυμπιακό στο Κύπελλο του 2009 έχεις μια ήττα από τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα, που ανατράπηκε αργότερα στο Φάληρο. Το γνώριζες; Φαίνεται πως το Κύπελλο είναι η διοργάνωσή σου…
«Δεν το ήξερα, όχι! Περίεργο… (σ.σ. γελάει). Το 2007 ήταν δύσκολη χρονιά γιατί δεν τα πηγαίναμε καλά στο πρωτάθλημα, είχαν απαιτήσεις οι φίλαθλοι και γι’ αυτό υπήρχε πίεση. Όμως φαινόταν πως θα πετυχαίναμε κάτι μεγάλο. Το πιστεύαμε όλοι μας! Την ημέρα του τελικού ήμουν στο μπαλκόνι του δωματίου στο ξενοδοχείο, έβλεπα όλο τον Βόλο, μαζί και το Πανθεσσαλικό, και η αίσθηση ήταν ξεχωριστή. Καταλάβαινες πως είναι μια μέρα χαράς, ιδιαίτερη για όλους, ξέραμε και αισθανόμασταν πως δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσουμε. Το προσελκύσαμε και το καταφέραμε.»
Ας μιλήσουμε λίγο για την πρώτη μεγάλη σου μεταγραφή. Τρία χρόνια σερί βασικός στη Λάρισα με πάνω από 25 συμμετοχές μόνο στο πρωτάθλημα και την τελευταία, μάλιστα, με δύο γκολ. Καλοκαίρι 2008, Ολυμπιακός. Μένεις τρία χρόνια, κατακτάς δύο πρωταθλήματα κι ένα Κύπελλο Ελλάδας. Θα ήθελες να μας πεις το παρασκηνιακό της μετακίνησης;
«Ναι, βεβαίως. Είχα πράγματι κάνει μια πολύ καλή τελευταία σεζόν και το τηλέφωνο χτυπούσε συχνά. Με ήθελαν αρκετές ομάδες, ήταν φυσικό επακόλουθο. Παναθηναϊκός, Ντιναμό Κιέβου, μεταξύ άλλων, και φυσικά Ολυμπιακός έδειξαν έμπρακτο ενδιαφέρον. Αυτός είχε και το προβάδισμα στην καρδιά μου. Ήμουν Λάρισα και Ολυμπιακός, τον οποίο επίσης είχα ως βίωμα από πολύ μικρός: ο πατέρας μου υπήρξε συμπαίκτης με τον Καραπιάλη, λάτρευα τον Τζιοβάνι, παρακολουθούσα όλους τους αγώνες, καθώς και αυτούς του μπάσκετ, του οποίου ήμουν λάτρης, επί εποχής Ντέιβιντ Ρίβερς. Όταν η ομάδα έχανε, φυσικά την επόμενη μέρα δεν ήθελα να πάω σχολείο… Μιλάμε για τέτοια κατάσταση!»
Ποιος ο απολογισμός της παρουσίας σου;
«Μεγάλο σχολείο! Σπουδαίος σύλλογος. Δεν είναι η διαρκής αναζήτηση νίκης η διαφορά, αλλά το ότι η ήττα απαγορεύεται κι αυτό ακριβώς σε κάνει να καταλάβεις πού έχεις βρεθεί και πως πρέπει να αλλάξεις. Ανδρώνεσαι, θέλοντας και μη. Παράσημο στην καριέρα μου, όχι μόνο οι τίτλοι, αλλά και η αγάπη του κόσμου. Μέχρι και σήμερα στον δρόμο δείχνουν την αγάπη τους και λένε “ σ’ αγαπάμε, σ’ ευχαριστούμε, σ’ αγαπήσαμε…”. Με θυμούνται. Αυτό ήταν και είναι πολύ σημαντικό για μένα.»
Το καλοκαίρι του 2011 μένεις ελεύθερος, ενώ το προηγούμενο εξάμηνο έπαιξες στον Πανιώνιο. Πώς προέκυψε η επιλογή του Βελγίου και της Λόκερεν;
«Είχε έρθει ο καιρός να δοκιμαστώ στο εξωτερικό. Αν και ήμουν διστακτικός λίγο αρχικά, γιατί τότε το πρωτάθλημα δεν ήταν τόσο γνωστό, πείστηκα, επειδή κατάλαβα πως το υψηλό επίπεδο υπήρχε ήδη, συνθήκη που επιβεβαιώθηκε μόλις έφτασα εκεί. Φυσικά θα ήθελα να μείνω στον Ολυμπιακό, όπως πιστεύω και όλοι σε ανάλογη θέση, προσωπικά θα έλεγα ψέματα αν υποστήριζα το αντίθετο. Σταδιακά επίσης το πρωτάθλημα απέκτησε προβάδισμα έναντι του ολλανδικού, διασημότερου τότε, που ήταν πιο άναρχο τακτικά και προέκυψε σημαντική πρόοδος με τα χρόνια.
Αργότερα στην ομάδα ήρθε ο Χανς Βανάκεν, ο οποίος τώρα είναι αρχηγός και θρύλος στην Μπριζ. Είχε τα πάντα στο παιχνίδι του, από τους πιο ταλαντούχους της εποχής δεν του έπαιρνες την μπάλα με τίποτα. Όλα τα τελειώματα, πήγαιναν μέσα. Επίσης, εκεί ήταν νεαρός ο Σίριλ Ντέσσερς, που τώρα αγωνίζεται στον Παναθηναϊκό. Θυμάμαι να λέω στον προπονητή, ο οποίος δεν τον πίστευε τόσο, να του δώσει ευκαιρίες. Έβλεπα πως μπορούσε. Τελικά, έφθασε μέχρι την εθνική Νιγηρίας…»
Πώς ήταν η προσαρμογή σου; Πρόκειται για μια τελείως διαφορετική χώρα σε όλα…
«Δε σου κρύβω, ήταν λίγο δύσκολα στην αρχή. Συνέχεια συννεφιά, κρύο πολύ και τότε περισσότερο απ’ ότι τώρα γιατί δεν είχε αλλάξει έτσι το κλίμα… Τους έβριζα, θυμάμαι, στα αποδυτήρια, τους έλεγα “τι καιρός είναι αυτός, πώς μπορείτε;” και σκέψου πέθαιναν στα γέλια… Είχαμε και ακόμη διατηρούμε πολύ καλή σχέση.
Πρόκειται γι’ αυτό τον λόγο, πιστεύω, για μια “δύσκολη” χώρα. Δεν αναφέρομαι, βέβαια, μόνο σε μένα, εννοώ όλους τους Έλληνες αθλητές, που πρόκειται να βγουν στο εξωτερικό, δεν μιλάω αποκλειστικά για το Βέλγιο. Θα είναι περίεργα στην αρχή, σου λείπει η οικογένεια και οι φίλοι σου, η καθημερινότητα της ζωής με τον καφέ και τις βόλτες! Μου άρεσε πάρα πολύ το ότι φίλαθλοι ερχόντουσαν με ελληνικές σημαίες στο γήπεδο, οι οποίες με τον καιρό αυξάνονταν κιόλας… Με αγάπησαν πολύ και μου έκανε εντύπωση ο τρόπος γιατί δεν ήμουν και κάποιος επιθετικός που σκόραρε, αλλά ένα δεξί μπακ, για τα οποία τότε ακόμη πόσο μάλλον υπήρχε τελείως διαφορετική προσέγγιση στο παιχνίδι. Δεν ήταν όπως τώρα...
Προσωπικά, πάντως, το διαχειρίστηκα και με βοήθησε πολύ το ότι μου αρέσει να κάνω πράγματα μόνος, να περνώ χρόνο με τον εαυτό μου… Σίγουρα είχα και παρέα στην πορεία, συμπαίκτες και φίλους… Γνώριζα ήδη και τη μετέπειτα γυναίκα μου, πριν φύγω για Βέλγιο, αλλά στην αρχή ζούσαμε από απόσταση, γι’ αυτό και είχα και πολλές στιγμές μόνος. Εξακολουθώ να αφιερώνω χρόνο σ’ έμένα, συνδυαστικά πλέον φυσικά και πολύ συχνά με την οικογένεια, είτε στο Βέλγιο, είτε σε άλλες χώρες.»
Η προοπτική της υπηκοότητας πώς προέκυψε; Μιλάς και τη γλώσσα;
«Την απέκτησα αυτόματα, όριο – προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η παραπάνω από πενταετής, αν δεν κάνω λάθος, παραμονή. Συνολικά έζησα εφτά χρόνια στο Βέλγιο, από το 2011 έως το 2018, οπότε ήταν θέμα χρόνου, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα για μένα. Δεν μιλάω τη γλώσσα γιατί έζησα στη φλαμανδική επικράτεια, μιλάω όμως τα γαλλικά, που με βοήθησαν, γιατί η χώρα είναι χωρισμένη στη Φλαμανδική και στη Γαλλική Επικράτεια. Ξεκίνησα να μαθαίνω βέλγικα λίγο πριν φύγω και μοιραία δεν τα κατάφερα…»
Αποχωρείς κι ένα καθοριστικό κεφάλαιο για τη ζωή και την καριέρα σου κλείνει. Ακολουθεί η Κύπρος και Ανόρθωση, που έμελλε τελικά να είναι η τελευταία φανέλα που φόρεσες. Τι συναισθήματα και αναμνήσεις έχεις από την εμπειρία εκείνη;
«Ανάμεικτα! Ήμουν ξανά τυχερός, βέβαια. Όπως θα παρατήρησες, έχω χρησιμοποιήσει αρκετά τον χαρακτηρισμό, γιατί εκτιμώ πολύ ό,τι συνέβη στην καριέρα μου αγωνιστικά, χάρη και στους ανθρώπους που συνάντησα. Εκεί, λοιπόν, βρέθηκα με τον Τιμούρ Κετσπάγια, ο οποίος είναι, αν και αμφιλεγόμενος, πραγματικά καλός προπονητής και άνθρωπος. Είχαμε καλή ομάδα και θυμάμαι χαρακτηριστικά να γελάνε, όταν έλεγα στα αποδυτήρια πως θα πάρουμε το πρωτάθλημα. Την πρώτη χρονιά, είμασταν πρώτοι και διακόπηκε, λόγω covid. Αν συνεχιζόταν, θα το παίρναμε σίγουρα. Πήραμε το Κύπελλο, βέβαια, την επόμενη χρονιά και επαναφέραμε την ιστορική ομάδα στους τίτλους μετά από πολλά χρόνια.
Δυστυχώς “πάγωσαν” όλα ξαφνικά, λόγω πανδημίας, όπως και παντού, άλλωστε. Εκτός από αυτό, υπήρχε κι ο αρνητικός παράγοντας της νοοτροπίας, η οποία θεωρώ είναι κάποια χρόνια πίσω. Παρόλ’ αυτά, το πρωτάθλημα μου έδινε τις προδιαγραφές να αποχωρήσω όπως ήθελα, να προετοιμάσω δηλαδή το έδαφος της επιστροφής εδώ, αλλά διαπίστωσα πως ο περίγυρος δε σε βοηθά να κατανοήσεις την ουσία – ζούσα στο εξωτερικό χρόνια και, όσο να ‘ναι, είχα απομακρυνθεί. Ξεκαθαρίζω, σε καμία περίπτωση δεν αναφέρομαι στους φιλάθλους· έκλαιγαν και μας αγκάλιαζαν κάθε φορά, μάς έκαναν περήφανους και χαρούμενους πάντα.
Έξω, όχι μόνο στο Βέλγιο εννοείται, δεν ξεχωρίζεις, είσαι ένα με όλους. Φυσικά λαμβάνεις μια διαφορετική αγάπη, αποδοχή και θαυμασμό, δεν είσαι σε μικρόκοσμο όμως και καταλαβαίνεις πως ζωή δεν είναι μόνο ποδόσφαιρο. Να στο πω αλλιώς: πρέπει να περιμένεις στην ουρά σε όλα. Εγώ το είχα ξεχάσει αυτό το mentality.»
Υπάρχει κάποιο μελλοντικό βήμα στο χώρο του ποδοσφαίρου;
«Είναι στα σκαριά το δίπλωμα προπονητικής. Προς το παρόν είμαι αφοσιωμένος στον νέο μου ρόλο και ανοιχτός σε οποιαδήποτε πρόκληση… »






