
Συνέντευξη στον Νικόλα Κανελλόπουλο
«Θυμάσαι τότε που...». Πόσο μπορεί να απέχει το… Ρέικιαβικ από τη Ρώμη; Όχι, σε χιλιόμετρα δεν γνωρίζουμε, σε… αναμνήσεις όμως, ο δρόμος θα είναι σίγουρα μακρύς! Και δύσβατος. Διαφορετικός, όπως επιτάσσει η Ζωή και οι αναπόφευκτες αλλαγές της μηχανής του χρόνου, που συμπαρασύρει κυριαρχικά τα πάντα στο διάβα του.
Η Ρώμη, ναι, δε χτίστηκε σε μια μέρα. «Γκρεμίστηκε», όμως, μέσα σ΄ ένα βράδυ το μακρινό πια 2010 από την πράσινη αρμάδα του Νίκου Νιόπλια, του συγγραφέα μιας από τις πιο ένδοξες ευρωπαϊκές στιγμές της παναθηναϊκής ιστορίας. Σαν αυτές που τον έκαναν... Panathinaikos. Πρέσβη. Αξιολογικά δεν την ταξινομούμε, συγκριτικά με άλλες - αυτό το αφήνουμε στην Ιστορία. Ωστόσο, υποχρεούμαστε να αναγνωρίσουμε πως είναι η τελευταία. Και αυτό ακριβώς «πονά» τον Κοζανίτη τεχνικό, όπως μας μοιράζεται αφοπλιστικά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, η Ιστορία δεν επιδέχεται διαπραγματεύσεις και… μισόλογα στους απολογισμούς της.
Όπως ακριβώς… δεν εκφράζεται ο τότε τεχνικός του «τριφυλλιού», και ίσως γι’ αυτό – όχι τυχαία επομένως – να την έγραψε κιόλας τότε. Ή μάλλον οι ποδοσφαιριστές. Οι παίκτες του. Τα «εργαλεία» του. Από την άσημη Βίκινγκουρ που παραλίγο να προκαλέσει ένα ιστορικό κάζο, και τις βλέψεις για τον Παναθηναϊκό του Ρούι Βιτόρια, στις εκτενείς αναφορές για αυτόν του… Νίκου Νιόπλια. Παθιασμένος. Χειμαρρώδης. Με γνώση, σεβασμό και αίσθηση ευθύνης (και της συμβολής του) για τις ιστορικές αποφάσεις του τότε και τους κατασταλαγμένους απολογισμούς του τώρα.
Αποκαλύπτει (και αιτιολογεί) την προτεραιότητα του πρωταθλήματος το 2010, μετά τον ευρωπαϊκό θρίαμβο της Ιταλίας και από τους… «galacticos» της περιόδου εκείνης στην Παιανία, καταπιάνεται με το τελευταίο ιστορικό double, την καριέρα του στον ΟΦΗ και τη μαθητεία δίπλα στον Ευγένειο Γκέραρντ, την προπονητική του πορεία, τις κατακτήσεις και το μεγαλύτερο λάθος του. Ευελπιστεί να δει – επιτέλους – την Εθνική να γίνεται ξανά «Επίσημη Αγαπημένη» στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αναπολεί τα δικά του «γαλανόλευκα μωρά» που άγγιξαν την κορυφή της Ευρώπης το 2007 και μας κάνει... ιδιαίτερα στο ρεσιτάλ τακτικής στην επεξήγηση της «σκακιέρας» του «Ολίμπικο», σ' ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της κουβέντας μας.
Δύο τηλεφωνήματα. Δύο ώρες συνολικά. Μόνο μπάλα. Τόσες ιστορίες ενός ξεχωριστού κεφαλαίου. Πιστεύουμε πως αξίζει τον κόπο. Μια συνέντευξη… σεντόνι, όπως αρμόζει στις επετείους. Γιατί η Ιστορία δεν ξεγράφει, μέχρι να επαναληφθεί, κατά τους ζωτικούς κύκλους της. Μέχρι την επόμενη φορά, λοιπόν. Coach, σ’ ευχαριστούμε. Σ' ευχαριστώ.
Κατ’ αρχήν, coach, θα ήθελα να μας μιλήσετε για την πρόκριση του Παναθηναϊκού επί της Βίκινγκουρ. Ποια η αξιολόγησή σας συνολικά και ποιες οι στιγμές που ξεχωρίζετε από τα δύο ματς; Βάσει των εμφανίσεων, πού πιστεύετε πως μπορεί να φτάσει η ομάδα;
«Κατ' αρχήν, ο Παναθηναϊκός βρέθηκε στη χειρότερη φόρμα της χρονιάς, στα δύο αυτά παιχνίδια δεν ήταν σε καλή αγωνιστική κατάσταση. Η πρόκριση είναι δίκαιη φυσικά, υπάρχει μεγάλη διαφορά ποιότητας, αλλά δυσκολεύτηκε γιατί δεν ήταν καλός στο πρώτο παιχνίδι και στάθηκε τυχερός με το πέναλτι στο τέλος. Καθοριστική και η απόκρουση του Λοντίγκιν, γιατί κράτησε τη διαφορά στο ένα γκολ στον επαναληπτικό. Εκεί βοήθησαν πολύ ο Βαγιαννίδης κι ο Σφιντέρσκι· ο πρώτος έδωσε πλάτος στο γήπεδο, χάρη στην καλή συνεργασία και στο συνδυαστικό του παιχνίδι με τον Τετέ, ενώ ο δεύτερος βοήθησε με την κίνηση στο χώρο, δίνοντας στην επίθεση βάθος. Η διαφορά επίσης στον ρυθμό φάνηκε, η Βίκινγκουρ δεν είχε φρεσκάδα, γιατί, αν και ήταν καλή στην κόντρα, δεν έχει πρωτάθλημα. Αυτό “δένει” τα χέρια του αντίπαλου προπονητή.
Στον επόμενο γύρο θα πρέπει να βρεθεί σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Η ομάδα πρέπει να εστιάσει στο Conference League, είναι θεσμός που πρέπει να προσέξει και μπορεί να διακριθεί. Η Φιορεντίνα δεν είναι φόβητρο, δεν πρέπει να τη φοβηθεί ο Παναθηναϊκός. Σκέψου, παλιότερα ήταν πιο δύσκολα γιατί υπήρχαν ομάδες που έρχονταν απευθείας από το Champions League.
Πάρε για παράδειγμα τα προβλήματα που είχαν όλα αυτά τα χρόνια η ΑΕΚ και ο Παναθηναϊκός. Πέρασαν πολλά, ο ένας με τον υποβιβασμό, ο άλλος με τα οικονομικά. Ο ΠΑΟΚ πλέον με τον Σαββίδη έχει δυνατή διοίκηση. Το οικονομικό κομμάτι μετράει πολύ, είναι καθοριστικό. Όλα αυτά μας απομάκρυναν από τις διεθνείς διοργανώσεις, ήμασταν εκτός μια δεκαετία, μόνο ο Ολυμπιακός έπαιζε. Έτσι είναι το ποδόσφαιρό μας. Πρέπει να “ξαναβρούμε” την Ευρώπη. Τώρα έχουμε καλό πρωτάθλημα, ας μην το μειώνουμε.»
Στο τέλος ο Βιτόρια δήλωσε πως η νίκη είναι των ποδοσφαιριστών, όχι του προπονητή. Με βάση και τη δική σας πορεία, πως διατηρούνται οι ισορροπίες σας μετά από νίκη ή ήττα;
«Πρόκειται βασικά για έναν συνδυασμό προπονητή και παικτών. Σίγουρα, ο προπονητής προετοιμάζει την ομάδα τακτικά και παρεμβαίνει, αλλά στον αγώνα οι παίκτες ανταποκρίνονται και εφαρμόζουν ιδέες. Οι νίκες είναι πάντα δικές τους, αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές. Γι’ αυτό ο προπονητής πρέπει να αγαπά τα εργαλεία του και να ξέρει να διαχειριστεί καταστάσεις. Για παράδειγμα, τον Χαραλάμπους τον είχα παίκτη στην εθνική Κύπρου, ήταν εξαιρετικά πειθαρχημένος. Αυτός προετοίμασε, όμως οι παίκτες του στον επαναληπτικό με τον ΠΑΟΚ στη Ρουμανία, ήταν αυτοί που εφάρμοσαν τις εντολές και υλοποίησαν με δυναμισμό το πλάνο.»
Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος του αποτελέσματος για τη συνέχεια της χρονιάς; Μέχρι πού, πιστεύετε, μπορεί να φτάσει η ομάδα σε Ελλάδα και Ευρώπη;
«Στην Ευρώπη θα είναι πιο εύκολα τώρα. Οι ομάδες είναι πιο βατές, δεν έχει “ομαδάρες”. Το κριτήριο είναι η μέρα που θα βρεθείς. Δεν χρειάζεται ούτε φόβος, ούτε τίποτα, μόνο θέμα ημέρας είναι. Στην Ελλάδα οι παράμετροι είναι πολλές και διαφορετικές. Αναγκαστικά ξεκινάς από το μηδέν. Πιστεύω πως μετά την ήττα από τη Λαμία, ο Παναθηναϊκός μένει εκτός διεκδίκησης του πρωταθλήματος, όπως και αντίστοιχα ο ΠΑΟΚ, ύστερα από αυτή στο ντέρμπι στο Φάληρο. Δεν είναι εύκολο, δε θεωρώ πως είναι τόσο δυνατός. Ολυμπιακός και ΑΕΚ, εν τω μεταξύ, είναι καλές ομάδες. Θα είναι πολύ δύσκολο και για τους δύο, γιατί θα παίζουν μεταξύ τους όλοι και σίγουρα θα υπάρξουν χαμένοι βαθμοί.»
Μεταφερόμαστε πλέον στη δική σας περίοδο. Αναλάβατε την ομάδα τον Δεκέμβριο του 2009, όταν είχε ήδη προκριθεί ως δεύτερη στους «32» του Europa League και επίσης ως δεύτερη στη Super League και στο -4 από τον Ολυμπιακό. Ποια η δική σας αντίστοιχη διαχείριση τότε;
«Ο Παναθηναϊκός της εποχής εκείνης είχε πολύ μεγάλο και καλό ρόστερ. Μιλάμε για φοβερούς παίκτες. Ξέρεις τι παίκτες υπήρχαν; Ο Ζιλμπέρτο Σίλβα με Παγκόσμιο Κύπελλο, ο Σισέ με Champions League, ο Γκάμπριελ που πήρε Copa Libertadores, ο Λέτο που είχε έρθει από τον Ολυμπιακό, ο Τζόρβας. Εννοείται και οι Καραγκούνης, Κατσουράνης με το EURO. Είχαμε και πολύ καλούς νέους, επίσης: Ρουκάβινα, Νίνης, Μαρίνος, ο Λάζαρος, ο Πετρόπουλος, ο Σιμάο. Συνδυαστικά, μαζί τους, είχαμε και μια σειρά από έμπειρους παίκτες, όπως οι Καντέ, Σαλπιγγίδης και Βύντρα, ο Σπυρόπουλος, ο Σαριέγκι, ο Κλέιτον.
Σκέψου πως πλέον όλοι παραπονιούνται για το πρόγραμμα και τα συνεχόμενα παιχνίδια· εμείς μέχρι τις 20 Μαρτίου, τότε, ήμασταν μέσα και στους τρεις στόχους. Κατακτήθηκαν οι δύο. Εκείνη η “φουρνιά” ήταν ένα φοβερό γκρουπ παικτών με πολύ καλό κλίμα. Ήταν υπεύθυνοι ποδοσφαιριστές, επαγγελματίες. Είχαμε επίσης πολύ καλή διοίκηση που μας εξασφάλιζε οικονομικά κι έναν τεχνικό διευθυντή που είχε διαλέξει όλο αυτό το ρόστερ, όπου άπαντες έκαναν πολύ καλή δουλειά. Η ωραία ατμόσφαιρα είναι μεγάλο πράγμα! Ήταν φοβερό το κλίμα τότε, όπως όταν έπαιζα εγώ επί Ρότσα, όταν πηγαίναμε στην προπόνηση τρεις ώρες νωρίτερα. Ήξερε να διαχειριστεί τον παίκτη, είχαμε και δυνατή διοίκηση…
Το 2010 οι παίκτες ήξεραν τι ήθελαν. Κι εγώ ήξερα φυσικά τι να τους πω, πώς να τους μιλήσω. Γνώριζα τις ομάδες, τους παίκτες, τι θα συναντήσουμε, τα γήπεδα. Ερχόταν μόνος του ο Σισέ παραμονές των αγώνων και με ρωτούσε πώς παίζει αυτός, ποιος είναι, ήθελε πληροφορίες. Εγώ και ο Χρήστος (σ.σ. Βαζέχα) ξέραμε τη φανέλα. Στην πρώτη προπόνηση, μου λέει, “Νίκο, εμείς δεν είμασταν τόσο καλοί παίκτες!”. Ο κόσμος δεν το καταλάβαινε και το υποτιμούσε.»
Υπήρχε δηλαδή αμφισβήτηση;
«Πλέον ο κόσμος δεν θυμάται πόσο καλοί είμασταν! Λένε εγωϊστικά πως το πήραμε, λόγω του Προέδρου. Ποιος Πατέρας; Δεν πήραμε ούτε ένα ματς με διαιτησία, η ομάδα, βλέπεις, ήταν δυνατή και σε πνευματικό επίπεδο. Ήταν μια “γεμάτη” ομάδα και αξίζουν συγχαρητήρια και στους παίκτες για ό,τι κατάφεραν, και σε μένα και στον τεχνικό διευθυντή, Κώστα Αντωνίου, για την επιλογή του ρόστερ αυτού. Το καλοκαίρι εκείνο στείλαμε 10 διεθνείς στο Μουντιάλ της Νοτίου Αφρικής. Πρόκειται για μια από τις τρεις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών για τον σύλλογο.
Στο τέλος της σεζόν κατάλαβα πως είχαμε χαλαρώσει. Την περίοδο του τελικού Κυπέλλου προσπαθούσα με πάρα πολύ ομιλία όλη την εβδομάδα να κινητοποιήσω τους παίκτες, γιατί ο Άρης έπαιζε την ιστορία του και ήταν δυνατός αντίπαλος. Παραμονή του αγώνα, είμαστε στην προπόνηση και ξαφνικά ακούω φασαρία. Φωνάζω τον Στέργιο (σ.σ. γυμναστής) και μου λέει πως ο Ζιλμπέρτο Σίλβα έλεγε σ’ έντονο ύφος πως το ζέσταμα είναι χαλαρό και δεν πρέπει να είναι έτσι. Πηγαίνω στο Χρήστο (σ.σ. Βαζέχα) και του λέω, “Χρήστο κερδίσαμε!”. Δείξαμε πως ήμασταν μεγάλη ομάδα, το παιχνίδι δεν ήταν ποιοτικά καλό, αλλά εμείς ήμασταν καλοί πνευματικά, στο μυαλό.»
Περιγράψτε μας το κλίμα των αγώνων με τη Ρόμα. Είναι ιδιαίτερος ο τρόπος της ανατροπής, γιατί βάζετε μέσα Λάζαρο και Σαλπιγγίδη, σκοράρουν και οι δύο και ο δεύτερος έχει και ασίστ για το 3-2. Ποια η αίσθηση στον επαναληπτικό;
«Η Ρόμα τότε ήταν η πιο φορμαρισμένη ομάδα στον κόσμο. Το Europa, σκέψου, ήταν δυσκολότερο, γιατί συμμετείχαν ομάδες απευθείας από το Champions League. Εμείς είχαμε πάει στην πόλη δύο μέρες νωρίτερα και ο Αντωνίου μου έλεγε πως η διοίκηση έχει το πρωτάθλημα ως πρώτο στόχο και δεν θα υπήρχε πρόβλημα να κάνω ροτέισον. Μιλάω μετά με τον Χρήστο (σ.σ. Βαζέχα) και του λέω “ρε συ, Παναθηναϊκός είμαστε, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε καλύτερο”.
Στη Super League είχαμε ως βάση δύο συστήματα, το 4-3-3 και το 4-3-2-1. Στο παιχνίδι εκείνο, όμως, επέλεξα σύστημα διαφορετικό, διότι είχα εντοπίσει από το πρώτο ματς πως είχαμε δυσκολίες με τον Ζούλιο Μπαπτίστα, ο οποίος ξεκινούσε από τα άκρα και έμπαινε ως δεύτερος σέντερ φορ, πίσω από τον Βούτσινιτς. Επέλεξα, έτσι, να παίξουμε με πέντε όταν θα αμυνόμαστε και με τέσσερις όταν θα είμαστε στην επίθεση: Είχαμε πίσω Καντέ, Σαριέγκι, Βύντρα, στα δεξιά τον Μαρίνο και αριστερά τον Σπυρόπουλο, ώστε ο Μπαπτίστα να “έπεφτε” πάνω στον Καντέ και ο Σπυρόλοπουλος να έχει από αριστερά σ’ όλη τη γραμμή ελεύθερο ρόλο, γιατί ο δεξιός τους μπακ, ο Κασέτι, είχε λιγότερα ανεβάσματα από τον Ρίισε.
Από την πλευρά του Νορβηγού έβαλα τον Σαλπιγγίδη, που ήταν έμπειρος, διεθνής και φοβερός τακτικά κι έτσι είχαμε μια πολύ καλή τριάδα δεξιά με Σαλπιγγίδη, Κατσουράνη, Μαρίνο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δώσαμε ελευθερία στον Νίνη, τον οποίο βάλαμε μέσα αριστερά – εσωτερικό χαφ στο τρίγωνο, δηλαδή – γιατί δεν έβγαινε πολύ ο Κασέτι κι έτσι δεν θα ξόδευε πολλές δυνάμεις, κυνηγώντας τον μπακ. Έκανε το παιχνίδι της ζωής του. Βάλαμε κεντρικό χαφ τον Σιμάο και μπροστά τον Σισέ – θυσιάσαμε για όλα αυτά τον Λέτο…»
Έχετε δηλώσει παλαιότερα πως δεν υπήρξε η σωστή προσέγγιση με τη Σταντάρ, αφού δόθηκε έμφαση στο πρωτάθλημα. Τι είναι αυτό που έλειψε;
«Απλά δεν επελέγησαν οι καλύτεροι. Δεν επιλέξαμε, δηλαδή, τους ενδεκαδάτους μας, τον βασικό κορμό μας. Κάθε ομάδα έχει, είναι απαραίτητος και πρέπει να είσαι κατασταλαγμένος. Ο Ολυμπιακός έφερε ισοπαλία 2-2 με τον ΠΑΣ το Σάββατο πριν το ευρωπαϊκό μας ματς και εμείς είμαστε σχεδόν πρωταθλητές με ενδεχόμενη νίκη επί του Αστέρα την επόμενη μέρα. Πρώτος μας στόχος, όπως είπα, ήταν το πρωτάθλημα, οπότε αποφασίσαμε να εφαρμόσουμε ένα μεγάλο ροτέισον. Γι’ αυτό την “μετρήσαμε” λάθος τη Σταντάρ, ενώ ήταν μια πολύ καλή ομάδα.»
Μεταφερόμαστε εντός συνόρων και στο νταμπλ του 2010. Δεδομένου πως είναι το τελευταίο στην ιστορία της ομάδας, τι σκέφτεστε εσείς προσωπικά για εσάς ως ένα τόσο ιδιαίτερο κομμάτι της Ιστορίας;
«Στο ποδόσφαιρο τα έχω κάνει όλα, είμαι “γεμάτος” ως άνθρωπος του ποδοσφαίρου. Είμαι πέντε δεκαετίες στο χώρο: ’80, ’90, ’00 ως παίκτης, συν οι δεκαετίες 2010 και 2020 ως προπονητής. Αρχικά, πήρα το Κύπελλο με τον ΟΦΗ το 1987, στους «4» της Ευρώπης και δύο πρωταθλήματα με τον Παναθηναϊκό.
Ως προπονητής αργότερα πήγα στον τελικό με την Ελπίδων, ξανά νταμπλ στον Παναθηναϊκό, ήμουν τρία χρόνια στην εθνική Κύπρου, βγήκα Ευρώπη με τον Ατρόμητο, με τον ΟΦΗ όταν τερματίσαμε με 37 βαθμούς – πότε θα τερματίσει ξανά με 37 βαθμούς - πήρα πρωτάθλημα Γ’ Εθνικής με τον ΟΦΗ από το -11. Πλέον με λυπεί το ότι γυρνάμε 15 χρόνια πίσω για να θυμηθούμε την τελευταία επιτυχία ενός τόσο μεγάλου συλλόγου. Θα έπρεπε να έχει ανά χρόνο τέτοιες.
Το μόνο επαγγελματικό μου λάθος ήταν πως άφησα τον Ατρόμητο και το UEFA για τον ΟΦΗ και τη Γ’ Εθνική. Αν θα γύρναγα τον χρόνο πίσω, θα έμενα. Κυριάρχησε το συναίσθημα. Μου λείπει η υγεία μιας ομάδας. Δε θέλω να επιστρέψω απλώς για να το κάνω ή για οικονομικούς λόγους για παράδειγμα, δεν το έχω ανάγκη αυτό, είμαι καλά. Αν γυρίσω, θα το κάνω μόνο για το project. Η Super League 2 είναι κατάντια, καλές συνθήκες εγγυώνται μόνο οι ομάδες που κάνουν πρωταθλητισμό. Ως coach πήγαινα πάντα εκεί που ήθελα, ούτως ή άλλως.»
Είστε σαφώς συνδεδεμένος με τον ΟΦΗ και το Κύπελλο του ’87 έχει ιδιαίτερα συμβολική σημασία, τόσο για εσάς, όσο και για την ομάδα. Πώς ακριβώς σας διαμόρφωσε ο Ευγένιος Γκέραρντ, τόσο ως παίκτη, όσο και ως προπονητή και πώς σας φάνηκε προσωπικά η μετάβαση από τον έναν ρόλο στον άλλο;
«Κατ’ αρχήν, πρέπει να αναδειχθεί η ιδιαίτερη συγκυρία, καθώς ο ΟΦΗ παίζει τον πρώτο ιστορικό ημιτελικό Κυπέλλου την Τετάρτη και, πιστεύω, έχει πολλές πιθανότητες να βρεθεί στον τελικό. Όσον αφορά στον Γκέραρντ, τον θαυμάζω για τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, στους παίκτες, στη διοίκηση, στους φιλάθλους, σ’ όλους. Ήταν το μεγαλύτερό του προσόν. Έρχεται τότε και σκεφτόμαστε με τους υπόλοιπους παίκτες “αυτός είναι”. Αυτό που κρατώ από εκείνον είναι η επιρροή του και η οργανωτικότητά του. Δε μιλάμε μόνο για τα ταξίδια, αλλά για όλα. Για την καθημερινότητα της ομάδας.
Στην αρχή είχαμε οικονομική άνεση, όχι όμως και οργάνωση. Το ’85 σωθήκαμε στις τελευταίες αγωνιστικές. Είχαμε και τον Βαρδινογιάννη, ο Γκέραρντ όμως έβαλε τις βάσεις. Όταν γύρισα το 1996 από τον Παναθηναϊκό βρήκα πέντε διεθνείς: Μαχλάς, Φραντζέσκος, Κωνσταντινίδης, Κιάσσος, Πουρσανίδης. Σαν να ήταν γεννημένος για την ομάδα, ήξερες τι να περιμένεις.
Πλέον, το άθλημα αλλάζει χρόνο με το χρόνο. Παλιά άλλαζε κάθε δέκα χρόνια. Τότε στην εποχή μου έσπαγαν πόδια, τώρα οι μεγάλοι παίκτες προστατεύονται με τις κάρτες, με το VAR.»
Ποια η εμπειρία σας από την Εθνική Νέων, που ήταν και η πρώτη πρόκληση στους πάγκους;
«Οι παίκτες πρέπει να γίνονται νικητές από μικροί. Το πλαίσιο δεν πρέπει να είναι μόνο εκπαιδευτικό, τι πάει να πει “δεν πειράζει;” Στα 17-18 είσαι άντρας! Είχα τότε Σιόβα, Πλιάτσικα, Νίνη, Μήτρογλου, Αθανασιάδη, Κουτσιανικούλη, Παπάζογλου. Υπήρχαν επίσης οι Δημούτσος, Ταχτσίδης και Μπουκουβάλας, που μετά έπαιξε στη Λάρισα και φυσικά πολλούς άλλους που ξεχνώ. Ήδη από την K16 πρέπει τα παιδιά να αποκτούν τη νοοτροπία αυτή, έτσι ώστε στα 19 να γνωρίζουν αν μπορούν να ανταποκριθούν – φτάνουν 22 και δεν παίζουν. Γι’ αυτό πρέπει να γίνεσαι νικητής από την ακαδημία.
Κανείς δε σου δίνει τη φανέλα, αν δεν αξίζεις. Την κρατάς με κόπο και θυσίες. Έχουμε πολύ καλή Εθνική ομάδα. Παίκτες επαγγελματίες, με συνέπεια. Καλό προπονητή. Δυνατή Ομοσπονδία. Είναι κρίμα πραγματικά να μην πάνε κάπου τα παιδιά. Κάθε γκρουπ εθνικής ολοκληρώνει έναν κύκλο έξι χρόνων, μετά πρέπει να ανανεωθείς. Πέντε χρόνια τώρα δεν έχει ακουστεί μεταξύ τους το παραμικρό, το κλίμα είναι φοβερό. Έχουμε το “πακέτο”. Αντίστοιχα, η αποτυχία μας στο Παγκόσμιο Κύπελλο το ’94 οφείλεται στη γκρίνια.
Στο παιχνίδι μπαράζ με τη Γεωργία έβλεπα στις δηλώσεις των παιδιών την πίστη τους για πρόκριση με την επόμενη ευκαιρία. Απόδειξη το επίπεδο των φιλικών με Αυστρία και Γερμανία, γιατί ο πήχης δεν έπεσε. Εκεί τραυματίστηκε ο Ιωαννίδης. Το Μουντιάλ στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια καλή ευκαιρία...»