Football Talk

Μοίρα, θάνατος και πέτρα

Μοίρα, θάνατος και πέτρα

Και η πόλη μοιάζει γενικώς...

Γράφει ο Νίκος Κανελλόπουλος

Σπουδαστής στο Κέντρο Αθλητικού Ρεπορτάζ

«Αν το αίμα του Άλκη δεν καταφέρει να μας σώσει, να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό, εύχομαι να μας πνίξει όλους, ειλικρινά». Αυτά τα σπαρακτικά λόγια, εξέφραζαν, πέρυσι τέτοιες μέρες, τον πόνο ψυχής του πρώην ποδοσφαιριστή και νυν προέδρου του ΠΣΑΠΠ, Γιώργου Μπαντή, για την δολοφονία του Άλκη Καμπανού στη Θεσσαλονίκη. Μία ακόμη απώλεια προς τιμήν της οπαδικής αγάπης και αφοσίωσης, ζήλου τόσο αυθεντικού και υγειούς, που δικαιοδοτεί τους «πιστούς οπαδούς» του εκάστοτε συλλόγου να αφαιρούν ζωές, τόσο άνανδρα και αναίτια, πλην όμως εξ ίσου – ή και περισσότερο ακόμη – αυθαίρετα, απροκάλυπτα και προκλητικά.



Στο σύγχρονο «ματωμένο τσίρκο» του ελληνικού ποδοσφαίρου, υποτίθεται του κορυφαίου αθλητικού προϊόντος της χώρας μας, μία αθώα ψυχή κρίνεται ανάξια της ελευθερίας της επιλογής, της έκφρασης και, πρωτίστως, του ίδιου του δώρου της ζωής, επειδή έτυχε (;) να φοράει εκείνο το τελευταίο μερόνυχτο της σύντομης ζωής του. «Το λάθος χρώμα», μία κίτρινη φανέλα, η οποία ωστόσο στα μάτια, στο μυαλό και στην καρδία των δολοφόνων του, έμοιαζε με πανί κόκκινο, με αιτία αιματοχυσίας, αιτιολογημένης μάλιστα και δίκαιης «ιδεολογικά» - «υπέρ ομάδος», όπως σε άλλες περιστάσεις θα λέγαμε, «υπέρ πατρίδος». Ο άδικος χαμός του υπενθυμίζει τον σφυγμό της κοινής γνώμης και της γεννά θλίψη, προβληματισμό, θυμό και αυτοκριτική (;), συναισθήματα τα οποία προκύπτουν, τόσο από το νεαρό της ηλικίας του, του τρόπου του θανάτου και από την αμετανόητη, όπως φαίνεται, στάση των θυτών, κατά την απολογία στον ανακριτή.

Το λάθος χρώμα – ΕΡΤ



Στον αντίποδα του οπαδικού και πνευματικού σκοταδισμού, σπουδαία και πράγματι ελπιδοφόρα είναι η στάση σύσσωμης της αντιπροσωπείας ποδοσφαιριστών, - πόσο θαρραλέα και ευαίσθητη η συγγνώμη του Μπαντή στον ίδιο τον Άλκη (!) – που τότε είχε παρευρεθεί στο σημείο της δολοφονίας, αλλά και του Σέρχιο Αραούχο, ο οποίος κέρδισε επάξια μελλοντικές αναφορές στο όνομά του και για τα εξωαγωνιστικά του κατορθώματα: το γράμμα άλφα των δακτύλων ως πανηγυρισμός την επόμενη του συμβάντος μέσα στο «Βικελίδης» και η αφιέρωση – παραχώρηση του βραβείου Fair Play στις δύο τραγικές φιγούρες της οικογένειας Καμπανού, την στιγμή της ατομικής του βράβευσης στην εκδήλωση του ΠΣΑΠΠ, προ ενός μηνός στην Αθήνα, αποδεικνύουν και αναδεικνύουν το ανθρώπινο μεγαλείο του ανδρός, λόγω της αναγνώρισης της κοινωνικής του ευθύνης και ισχύος, ανάλογης με τον τέως ομόλογό του στα γήπεδα και συνδικαλιστή, πλέον, προέδρου του Συνδέσμου.

Βράβευση Αραούχο

Η ελληνική λίγκα, θεσμικά αυτοαποκαλούμενη ως «super», μόνο τέτοια αποδεικνύεται πως δεν είναι· το αντίθετο, πρόκειται για μία αποδυναμωμένη διοργάνωση από όλες τις απόψεις, διοικητικά, διοργανωτικά, αθλητικά και, πρωτίστως, κοινωνικά στο τέλος της μέρας ή, αλληγορικά, στην αρχή της, στο ξεκίνημα της νέας μέρας, της καινούργιας ευκαιρίας και της αυγής μιας ζωής που ξεκινά με όνειρα και ελπίδες. Όλα όσα ο Άλκης δεν θα αξιωθεί να βιώσει ξανά, διότι έμελλε να αποτελέσει, πάρα τη θέλησή του, σύμβολο αγώνα διαχρονικού γι’ αυτούς οι οποίοι μένουν πίσω, θρηνώντας την απουσία, νοσταλγώντας και εμπνεόμενοι από την παρουσία του.

Αυτός ακριβώς είναι ο στόχος του ερωτηματικού στην πρώτη παρένθεση περί τυχαιότητας· ήταν της μοίρας γραφτό του να φύγει νωρίς και τα νιάτα του να αποτυπωθούν ανεξίτηλα στη φωτογραφία της πέτρας. Αφήνει ως παρακαταθήκη την αποστολή της κοινωνικής επαγρύπνησης, ενότητας και της αποδοχής στην οποιαδήποτε διαφορετικότητα – περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Η αδυναμία και ο ελλιπής κυβερνητικός – παιδευτικός αντίκτυπος της πολιτείας στο σύνολό της (όχι μονάχα των αθλητικών φορέων) έγκειται, κατά τη γνώμη μας, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο: στην απουσία συνειδητής ενότητας και συστηματικής αλληλεγγύης και, αντίστοιχα, στην εμφάνισή της μόνο μεμονωμένα.

Ο Άλκης, πλέον, καλώς ή κακώς, «θα λάμπει διά της απουσίας του». Σκληρό, αλλά αληθές, κρίμα κι άδικο, ωστόσο παρήγορο το ενδεχόμενο να είναι κάπου καλύτερα – σίγουρα δεν θα τον χτυπήσει κανείς ποτέ ξανά. Αυτοί που κινδυνεύουμε είμαστε εμείς – τί αφοπλιστική ειρωνεία ζωής και θανάτου, αλήθεια; Καλούμαστε, στη μνήμη του, να αποδείξουμε πως τίποτα δεν (θα) πάει χαμένο στην άδικα χαμένη και σύντομη ζωή του. Θα πρόλαβε να ονειρευτεί το καλύτερο, όπως αξίζει σε όλους μας, δεν θα το κυνηγήσει ποτέ.

Οφείλουμε να αναστήσουμε το όνειρο του για να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας την αξίωση μίας ζωής με ελευθερία, μόρφωση, σεβασμό και αξιοπρέπεια, ώστε να μην μοιάζουν οι πόλεις μας γενικώς με οικογενειακούς τάφους. Ποτέ, όμως, δεν θα καταφέρουμε να αναστήσουμε το ένα και μοναδικό «γιατί» του θανάτου του. Θάφτηκε για πάντα μαζί του στην πέτρα.
  
www.bnsports.gr


Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης



0