Box to Box

Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν! Ένα ελληνικό ποδόσφαιρο που κυνηγάει την ουρά του, με τις συγκρίσεις με άλλες χώρες να είναι αμείλικτες!

Όλα τριγύρω αλλάζουν και όλα τα ίδια μένουν! Ένα ελληνικό ποδόσφαιρο που κυνηγάει την ουρά του, με τις συγκρίσεις με άλλες χώρες να είναι αμείλικτες!

Το κοντράστ κάθε χρόνο στον τελικό Κυπέλλου Αγγλίας, αλλά και σε Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, με τον δικό μας είναι πραγματικά αδιανόητο. Κάθε χρόνο και χειρότερα λέμε μερικές φορές. Μόνο που ξέρετε κάτι; Στην Ελλάδα σχεδόν ποτέ ο τελικός Κυπέλλου δεν ήταν αυτό που γίνεται στην Ευρώπη. Και αυτό που συνέβη επίσης χτες (25/05), να μην πάρει τα μετάλλια η ηττημένη ομάδα έχει ξανασυμβεί. Και μάλιστα, τότε που όλοι έχουν στο μυαλό τους, πως το ποδόσφαιρο ήταν καλύτερο στην Ελλάδα. Το 1977! Και αν ρωτήσεις κάποιον για εκείνον τον τελικό θα σου πει ότι ήταν και πολύ ωραίος. Τα άρθρα εποχής έχουν αντίθετη άποψη!

Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος

Ο αείμνηστος Χάρης Λυμπερόπουλος, μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του ελληνικού αθλητικού Τύπου και γενικότερα των σπορ στη χωρά, αφού υπήρξε ποδοσφαιριστής και αθλητής στίβου υψηλού επιπέδου, έγραφε σε ένα πραγματικά αιχμηρό άρθρο στις 24 Ιουνίου του 1977 στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ κάτω από ένα τίτλο που έλεγε: Κατά τα άλλα πάμε καλά!

Το κείμενο έλεγε:

«Ἡ ὀργάνωση τοῦ τελικού Κυπέλλου Ἑλλάδος, συναγωνίστηκα σὲ ποιότητα τὸν ἴδιο τὸν ἀγώνα. Εἰλικρινὰ δὲν μποροῦμε μὲ βεβαιότητα προσδιορίσουμε ποιός ήταν χειρότερος στο είδος του: Η οργάνωση ή ο αγώνας.

Το τελετουργικό μέρος ὑπῆρξε θλιβερά πτωχό. Μιά Μπάντα του Λιμενικοῦ προσπάθησε, χωρὶς ἀποτέλεσμα, στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ ἡμίχρονο, να «ντύσει» την παράσταση. Από εκεί και πέρα ὁ τελικὸς δεν διέφερε  από μια συνοικιακή ποδοσφαιρική ἀναμέτρηση πλαισιωμένη ἀπὸ τὶς τοπικές Αρχές».

finalcup.jpg

Έπειτα, το κείμενο έκανε λόγο για την «μαύρη αγορά» των εισιτηρίων που βρέθηκαν μέσα από την ομοσπονδία στα χέρια αετονύχηδων και τελικά το γήπεδο είχε πολλές άδειες θέσεις (ο τελικός είχε γίνει στο Στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκης), εξηγώντας πως πολλά εισιτήρια προσφέρθηκαν τις τελευταίες ώρες σε εξευτελιστικές τιμές, όταν είδαν οι μαυραγορίτες να τους μένουν στα χέρια τα εισιτήρια!

Στη συνέχεια το κείμενο έλεγε για το χάος που επικράτησε στα επίσημα και ολοκλήρωνε με την απόφαση του προέδρου τότε του ΠΑΟΚ, Γιώργου Παντελάκη, να μην παραστεί η ομάδα στην απονομή των μεταλλίων και έκανε τη σύγκριση με τον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας 1977 Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ - Λίβερπουλ 2-1 που είχε δείξει η ΕΡΤ.

«Αν συγκρίνει  κανείς ἕνα τελικό Κυπέλλου ᾿Αγγλίας με την  δικό μας τελικό θὰ διαπιστώσει τις ίδιες περίπου διάφορες που υπάρχουν ἀνάμεσα σὲ ἕνα λεπτό γαλλικὸ ἄρωμα καὶ σὲ ἕνα δοχείο απορριμμάτων. Κατὰ τὰ ἄλλα, πάμε καλά...»

Από πού να αρχίσω λοιπόν! Πως οι παλιοί τελικοί δεν ήταν τόσο ωραίοι όσο λένε διαρκώς, αυτοί που έζησαν τις εποχές και απλά οι αναμνήσεις, στρογγυλεύουν καταστάσεις και τις ωραιοποιούν; Από το γεγονός πώς η οργάνωση του τελικού ακόμα και με κόσμο για παρά πολλά χρόνια δεν ήταν ποτέ το… φόρτε οποιαδήποτε ΕΠΟ ανά τις δεκαετίες;

Το να μην πηγαίνουν οι παίκτες να πάρουν μετάλλια δεν συμβαίνει συχνά είναι αλήθεια, αλλά να που σε εμάς και αυτό έχει ξανασυμβεί, ενώ ποτέ δεν αρνήθηκε κανείς στο αγγλικό, το γερμανικό, το γαλλικό, το ιταλικό κύπελλο, να τα παραλάβει.

Γιατί να σας πω την αλήθεια, και εγώ απορώ με τον εαυτό μου, που έχασα ένα δίωρο από τη ζωή μου, ταλαιπωρώντας τα μάτια μου, με το κάκιστο ποδόσφαιρο που παίχτηκε στον Βόλο, όπου ο λιγότερο κακός κέρδισε. Ειδικά, όταν λίγο νωρίτερα είδα ένα εξαιρετικό ματς στο Γουέμπλεϊ. Όποιος  είχε δει τον τελικό Γιουνάιτεντ εναντίον Σίτι μπορεί άνετα να κάνει τις δικές του συγκρίσεις. Όχι μόνο για το θέαμα, που a priori αυτό ξέρουμε πως θα είναι καλύτερο από το ελληνικό. Είναι όλο το υπόλοιπο αμπαλάζ, που σε κάνει να θλίβεσαι.

Μπορεί να είχαν τα προβλήματα τους τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 και τους ανεγκέφαλους που έκαναν επεισόδια και η οργάνωση να μην ήταν καλή, αλλά συνήθως, γινόταν ένα καλό ματς. Και τουλάχιστον υπήρχε κόσμος στην εξέδρα. Απλά ιστορικά, είμαστε χώρα χωρίς αθλητική κουλτούρα και παιδεία και ας βαυκαλιζόμαστε πως γεννήσαμε την ευγενή άμιλλα και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οπαδοί της νίκης είναι όλοι στη χώρα μας και αυτό είναι για μένα το πιο λυπηρό όσα χρόνια ασχολούμαι. Γι’ αυτό, άλλωστε, εδώ και κάποια χρόνια σπανίως παρακολουθώ οποιοδήποτε ελληνικό παιχνίδι. Και νομίζω πως η εικόνα αυτού του τελικού δεν θα με κάνει να αλλάξω άποψη.

Τον τελικό τον έκρινε, έπειτα από σχεδόν μισό αιώνα, ένας αμυντικός. Η τελευταία φορά που είχε συμβεί, ήταν το 1973 όταν ο Θανάσης Αγγελής, εναντίον του ΠΑΟΚ πετυχαίνοντας, το μοναδικό γκολ του ματς, είχε χαρίσει το νταμπλ στον Ολυμπιακό. Ένα παιδί που ταλαιπωρήθηκε τόσο πολύ στο διάστημα της παρουσίας του Τερίμ στον Παναθηναϊκό, έμοιαζε να είναι πραγματικά καρμική περίπτωση η συμμετοχή του ως αναγκαστική αλλαγή στο ματς.

Ο Γιώργος Βαγιαννίδης θα θυμάται για πάντα αυτό το βράδυ και στον Παναθηναϊκό μόλις κοπάσουν οι πανηγυρισμοί ας αναρωτηθούν πως γλύτωσαν από ένα κάζο τη σεζόν καταλαβαίνοντας το τεράστιο λάθος με τον Τερίμ έστω και λίγο πριν τον τελικό.

Για τον Άρη οι αριθμοί παραμένουν πεισματικά εναντίον του. Από το 1970 όποιον τελικό έπαιξε, όχι μόνο τον έχει χάσει, αλλά δεν έχει καν σκοράρει. Θα είναι πολύ εύκολο να τα φορτώσουν όλα στη διαιτησία. Αυτοκριτική θα κάνουν;

www.bnsports.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης



0