Πολλές φορές τίθεται το ερώτημα, είτε στο δημόσιο λόγο, είτε σε συζητήσεις ιδιωτικές, αν ο αθλητισμός, το ποδόσφαιρο εν προκειμένω, «είναι πολιτική». Εάν δηλαδή μπορεί να ενταχθεί σε αυτήν ως θέμα πολιτικής ατζέντας ή απλώς υφίσταται με τον τρόπο του ανεπηρέαστο στη δημόσια σφαίρα. Ο Αχιλλέας Υφαντίδης αποφαίνεται πως το ποδόσφαιρο (όπως και ο αθλητισμός, άλλωστε) σίγουρα είναι (και) επικοινωνία. Για την ακρίβεια … προσυπογράφει πως την εμπεριέχει εξ ορισμού, γι’ αυτό και είναι πολυδιάστατο - πόσο μάλλον, στην εποχή μας. Πλέον το βιώνουμε περισσότερο από ποτέ. Ο ψυχολόγος υψηλής απόδοσης διαχώρισε τον αθλητή μηχανή (υποχρεωτικής) κατάκτησης τίτλων από τον άνθρωπο με γνώση και παραχώρησε στο BN Sports μια πραγματικά ιδιαίτερη συνέντευξη και μας «τρυπάει το μυαλό», δείχνοντας το υγειή ψυχικά δρόμο της διαχείρισης του πρωτ - αθλητισμού.
1. Ας ξεκινήσουμε από τις ιδιότητές σου: επικοινωνιολόγος, ψυχολόγος υψηλής απόδοσης και εκπαιδευτής μη Τυπικής Εκπαίδευσης. Πώς προέκυψε η επιλογή των αρχικών σπουδών σου και στην πορεία η εξειδίκευση στον αθλητισμό;
«Η αγάπη μου για την ψυχολογία δεν ξεκίνησε από τις σπουδές, αλλά από το προσωπικό μου διάβασμα μικρός. Σκεφτόμουν και λειτουργούσα ανέκαθεν έτσι, είχα σε αδρές γραμμές την κλίση να κατανοώ τα κίνητρα των ανθρώπων, δεν ήταν αποκλειστικά λόγω του πτυχίου. Είμαι παιδί του Μαραντόνα, του Γκάλη, του Kασπάροφ, του Τζόρνταν. Μου άρεσε να “μπαίνω στα παπούτσια” των χαρακτήρων, με στόχο να αποκωδικοποιήσω την προσωπικότητά τους, τον άνθρωπο πίσω από τον αθλητή, τον αγωνιστή πίσω από τον νικητή.
Ο αθλητισμός είναι όπως η ζωή. Σπάνια είναι ένα ταξίδι με νίκες μόνο στη διαδρομή. Συνήθως είναι γεμάτος πόνο, κόπο, αφοσίωση, δέσμευση, μικρές χαρές και μεγαλύτερες απογοητεύσεις και διαψεύσεις.
Γι’ αυτή την πλευρά του αθλητισμού, δυστυχώς δεν προετοιμάζουμε κατάλληλα τους νεαρούς αθλητές μας. Τους αφήνουμε μόνο – ίσως και τους ενθαρρύνουμε πολλές φορές - να εστιάζουν κυρίως στο στείρο αποτέλεσμα, χωρίς να τους εκπαιδεύουμε να εμβαθύνουν στη διαδικασία της προσωπικής βελτίωσης και της διαπροσωπικής συνεργασίας που έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη διαχείριση της ήττας.
Ιδιαίτερα δε της εσωτερικής και βαθιά προσωπικής ήττας που μπορεί να βιώνει ένας αθλητής, ακόμη και σε περιπτώσεις που το αποτέλεσμα είναι νικηφόρο για την ομάδα. Εσωτερική ήττα που μπορεί να έχει αφετηρία τη διάψευση των προσδοκιών του αθλητή σε σχέση με την απόδοσή του, το αρνητικό πρόσημο στη σύγκρισή του με τους άλλους ή με τον ιδανικό εαυτό του καθώς και την ύπαρξη αντικινήτρων ή την μείωση των κινήτρων του στο διάβα του χρόνου προκειμένου να συνεχίζει την αθλητική του προσπάθεια.
Να γιατί κατά τη γνώμη μου, οι λεγόμενοι “μεγάλοι” αθλητές του σήμερα, οι μεγάλοι αστέρες, οφείλουν να περνάνε υγιή πρότυπα στη σημερινή νεολαία και να διευρύνουν γόνιμα τον τρόπο σκέψης τους. Ο νέος έχει ανάγκη από αθλητές – προσωπικότητες να του “τρυπάνε” το μυαλό να σηκωθεί από τον καναπέ να γίνει κάτι στη ζωή του. Κριτήριο δικό μου για να θεωρήσω κάποιον μεγάλο αθλητή είναι να είναι «μεγάλος» και εκτός γηπέδου. Με την προσωπικότητά του, με το παράδειγμά του, με την έμπνευση που προσφέρει στη νεολαία με τη στάση ζωής του.»
2. «Παιδί – αθλητής». Πολυδιάστατος όρος, λόγω ερεθισμάτων, τόπου, οικογένειας, ευρύτερου περιβάλλοντος και, φυσικά, προσωπικότητας. Τι σημαίνει για σένα αθλητική νοοτροπία και πώς αποκτάται;
«Το παιδί πρέπει να διδαχθεί ποια είναι η σωστή νοοτροπία. Δεν το έχει στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Ο αθλητισμός δεν είναι μόνο “πρέπει”, διαδικασίες, αυτοματισμοί, στατιστικά, αριθμητικά δεδομένα και απτά αποτελέσματα. Είναι και φαντασία, πρωτοβουλία, αυτοσχεδιασμός, καινοτομία. Το παιδί μαθαίνει να διαχειρίζεται σειρά καταστάσεων και συναισθημάτων, όπως τη στεναχώρια, τον φόβο, την πίεση, τη ντροπή, την αδικία, την γκρίνια.
Το θέμα λοιπόν, δεν είναι μόνο η απόδοση. Χρειάζεται δέσμευση, πειθαρχία και κατανόηση από το παιδί – αθλητή της έννοιας της προπονησιμότητας. Δηλαδή το πόσο γρήγορα και πόσο αποτελεσματικά μπορεί να γίνει καλύτερο σε μια αθλητική δραστηριότητα, μαθαίνοντας να συνεργάζεται με τον προπονητή του, να ερμηνεύει σωστά τις οδηγίες του, να κατανοεί τον ρόλο του στην ομάδα, να ακούει το σώμα του ρυθμίζοντας τη διαδικασία αποκατάστασής του μετά από προπονήσεις και αγώνες, φροντίζοντας να έχει ισορροπημένη διατροφή και επαρκή ύπνο, ενισχύοντας το πνεύμα και τα συναισθήματά του.»
3. Ποια τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν ένα μικρό παιδί ως «ταλέντο»; Θα υπάρχει, φαντάζομαι, ανάγκη διατήρησης ισορροπίας, σκεπτόμενοι τον συνδυασμό ηλικίας – προσδοκιών. Ποιος ο ρόλος του προπονητή σ’ αυτό το αρχικό στάδιο, ειδικά ως προς τη διαχείριση της όποιας επιτυχίας;
«Το ταλέντο είναι μια παρεξηγημένη έννοια. Αν εκλαμβάνεται από κάποιους ως χάρισμα, τότε νομοτελειακά, θα λέγαμε, ότι στο μυαλό τους, αυτός που το έχει είναι «υποχρεωμένος» να επιτύχει, κάτι που είναι εντελώς λάθος ως αντίληψη.
Γιατί στον αθλητισμό δεν επιβιώνει ο πιο ταλαντούχος αλλά ο πιο δουλευταράς και κυρίως ο πιο προσαρμοστικός.
Όπως ακριβώς και στη θεωρία της εξέλιξης των ειδών του Δαρβίνου. Το μεγαλύτερο ταλέντο στο το παιδί – αθλητή είναι η ικανότητά του να καταβάλλει την κατάλληλη προσπάθεια στα κατάλληλα περιβάλλοντα για την επίτευξη των κατάλληλων στόχων. Αυτό αναγνωρίζω ως σύγχρονο ταλέντο.
Αντ’ αυτού, πολλές φορές και στην χώρα μας «βαφτίζονται» ως κατάλληλα περιβάλλοντα για τον αθλητή όχι αυτά που θα τον βελτιώσουν μεσομακροπρόθεσμα, αλλά αυτά που θα του εκτοξεύσουν πρόσκαιρα το κύρος ή θα του εξασφαλίσουν μία βραχυπρόθεσμη οικονομική άνεση.
Όπως αθλητισμός στις αναπτυξιακές ηλικίες «βαφτίζεται» από μερικούς και το εμμονικό κυνήγι μορίων για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, με συνέπεια, όταν η αθλητική δραστηριότητα συνδέεται αποκλειστικά με έναν ακαδημαϊκό στόχο, να μην έχει λόγο να συνεχιστεί – δυστυχώς - μόλις και αν ο στόχος αυτός επιτευχθεί. Ενώ – ακόμη χειρότερα - αν δεν επιτευχθεί αυτός ο ακαδημαϊκός στόχος, ο αθλητισμός να αποτελεί για τον έφηβο μία απογοητευτική ή και απωθητική εμπειρία.
Το παιδί όμως χρειάζεται να μάθει ότι ο αθλητισμός είναι πολλά περισσότερα από νίκες. Να γιατί έχουμε ανάγκη από προπονητές – παιδαγωγούς, που να βλέπουν ως αποστολή το να χτίσουν προσωπικότητα στα παιδιά και όχι το να γεμίσουν οι ίδιοι το βιογραφικό τους μέσα από τα παιδιά.
Ο προπονητής μοιάζει πολλές φορές με ένα αυτοκίνητο. Όσο και εξαιρετικός να είναι, δεν κάνει απαραίτητα για όλα τα περιβάλλοντα. Το σούπερκάρ δεν σημαίνει ότι αντέχει στον χωματόδρομο. Η λιμουζίνα δεν χωράει στα μικρά σοκάκια μίας κωμόπολης.
Έτσι και ο προπονητής επαγγελματιών αθλητών δεν σημαίνει ότι είναι κατάλληλος να προπονεί αθλητές στις αναπτυξιακές ηλικίες. Ο Γκουαρδιόλα με τον όποιο προπονητή ακαδημιών κάνουν τελείως άλλη δουλειά. Είναι άλλο περιβάλλον. Εγώ χαίρομαι όταν οι προπονητές συνειδητοποιούν τα περιβάλλοντα στα οποία ταιριάζουν τα όνειρα και οι ικανότητές τους.»
4. Η ηγεσία και η επικοινωνία τί ρόλο παίζουν στον αθλητισμό;
«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι αυτές οι έννοιες δεν εμπεριέχουν μόνο αγωνιστικά κριτήρια και κυρίως περιβάλλονται από ανθρώπινες εντυπώσεις. Εξάλλου, πολλές κορυφαίες στιγμές του αθλητισμού είναι βαθιά ανθρώπινες. Το χέρι του Θεού του Μαραντόνα στον προημιτελικό του Μουντιάλ του 1986 με την Αγγλία, ο “άνθρωπος που πέθανε όρθιος” μετά το πέναλτι που έχασε (σ.σ. ο Ρομπέρτο Μπάτζιο για το άστοχο, μοιραίο πέναλτι στον τελικό του Μουντιάλ το 1994 κόντρα στη Βραζιλία), η εισαγωγή των nike air παπουτσιών του Τζόρνταν, που άλλαξε εποχή στο NBA.
Ο αθλητισμός, πέρα από τη σωματική άσκηση και την αγωνιστική διάσταση, αποτελεί μια μοναδική μορφή επικοινωνίας σε βαθύτερο επίπεδο, τόσο με τον εαυτό μας όσο και με τους άλλους, με κυρίαρχο εργαλείο την ανάδειξη και διαχείριση των συμβόλων.
Παράλληλα, είναι ένα εξαιρετικό πεδίο για την καλλιέργεια ηγετικών ικανοτήτων. Η ένταση της προπόνησης, η πίεση του αγώνα και η ανάγκη για συνεργασία σε ομαδικά αθλήματα, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των αποτυχιών, την ανάγκη ανάληψης ευθυνών και το χτίσιμο ψυχολογικής ανθεκτικότητας, ως εργαλείου υπέρβασης εμποδίων, σμιλεύουν τα ηγετικά χαρακτηριστικά των εμπλεκόμενων.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ρόλος προπονητών και γονέων είναι καταλυτικός. Όσο περισσότερο χώρο αφήσουν στο νεαρό παιδί να αναλάβει πρωτοβουλίες, να μάθει να ρισκάρει και να αναπτύξει κριτική και αναλυτική σκέψη, τόσο πιο ισχυρές και προσαρμοστικές προσωπικότητες θα δημιουργούν.»
5. Ας περάσουμε στην παρεμβατικότητα των γονέων – ομολογουμένως ιδιαίτερο κεφάλαιο. Τι είναι αυτό που καθιστά τον γονιό να νομίζει πως είναι (αποτελεσματικός) προπονητής του παιδιού του, ενώ ουσιαστικά ξεπερνά όρια και δεν εκφράζει τίποτα παρά μόνο μια περιοριστική και διαστρεβλωμένη αντίληψη αγάπης;
«Ο κάθε γονιός – ασφαλώς δεν αναφέρομαι σε ελάχιστο ποσοστό με αποκλίνοντα ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά - θέλει το καλό του παιδιού του, αλλά υπό το δικό του και τέλειο πρίσμα, βάσει δηλαδή των δικών του εμπειριών, αναγκών, και προτεραιοτήτων ζωής.
Το ζήτημα όμως είναι ότι το παιδί – ειδικά αυτό της γενιάς Ζ, που χαρακτηρίζεται από άμεση και συνεχή έκθεση στις ψηφιακές τεχνολογίες, έχει ανάγκη από σύγχρονα πρότυπα που να ανταποκρίνονται στα δεδομένα της δικής του εποχής, συχνά δυσκολοκατανόητης για τους ενηλίκους.
Για να προπονήσουμε τη νέα γενιά, πρέπει αφενός να την κατανοήσουμε, αφετέρου να επικοινωνήσουμε με τους κώδικές της. Και αυτό που πρώτα πρέπει να θυμόμαστε, είναι ότι δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της γενιάς είναι ότι λόγω της απίστευτης ευκολίας πρόσβασής τους σε πολλαπλές πληροφορίες και ερεθίσματα από την παγκόσμια πια ψηφιακή γειτονιά μας, όχι μόνο εκφράζουν ευκολότερα την προσωπική τους άποψη και αμφισβητήσουν παραδοσιακές αξίες αλλά έχουν και μικρότερο χρόνο συγκέντρωσης, προτιμώντας σύντομες και εύπεπτες πληροφορίες.
Πόσο εύκολο είναι να το καταλάβει αυτό ο κάθε γονιός όπως εγώ που σπούδασα τη δεκαετία του ’90, με βιβλία γραμμένα στη δεκαετία του 70 από καθηγητές που σπούδασαν τη δεκαετία του 1940; Πόσα έχω να προσφέρω στα παιδιά – αθλητές αν δεν επικαιροποιώ συνεχώς τις γνώσεις μου αλλά και τη μεταδοτικότητά μου;
Με ποδοσφαιρικούς όρους μιλώντας, πώς θα κάνω το ποδόσφαιρο του 1982 ελκυστικό στη γενιά του 2024; Έβαλα π.χ. να δω τις προάλλες σε βίντεο τον μυθικό για τη γενιά μας αγώνα Βραζιλίας – Ιταλίας, τον προημιτελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ’82. Τον αγώνα δηλαδή, στον οποίον λέμε ότι πέθανε το Jogo bonito με την νίκη της ιταλικής ομάδας με 3-2.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι μέσα σε 5 λεπτά είχα βαρεθεί καθώς νόμιζα ότι έβλεπα μπάλα σε slow motion. Καμία σχέση με αυτό που ένιωθα όταν μικρό παιδάκι παρακολουθούσα τον αγώνα από την τηλεόραση. Και μετά άρχισα να αναρωτιέμαι ότι έτσι βλέπει τη γενιά μας η νέα γενιά, και προβληματίστηκα για το πώς προσπαθούμε οι ενήλικοι να παρέμβουμε γόνιμα στα παιδιά μας.
Ένα ακόμη παράδειγμα θα σας πω. Αυτά τα χρόνια, τα social media εστιάζουν στον διάσημο και στον ελκυστικό, όχι στον χρήσιμο. Ως εκ τούτου, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό παιδιών – αθλητών είναι πεπεισμένο πως τη Χρυσή Μπάλα φέτος έπρεπε να την κερδίσει ο Βινίσιους και όχι ο Ρόδρι, απλά και μόνο επειδή τον βλέπουν διαρκώς στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και επειδή είναι σε μια πιο εμβληματική ομάδα, τη Ρεάλ Μαδρίτης. Δεν έχουν ιδέα όμως για το διαφορετικό πρότυπο που προβάλλει ο Ρόδρι. Ο οικογενειάρχης, χωρίς social media, χωρίς τατουάζ για να μπορεί να είναι αιμοδότης, χωρίς την τάση να διαπληκτίζεται με την κερκίδα. Όλα αυτά που κάνουν τον Ρόδρι ελκυστικό στους ενηλίκους ως προσωπικότητα, κάνουν τον Ρόδρι λιγότερο αναγνωρίσιμο ως τεράστια ποδοσφαιρική αξία στη νέα γενιά.»
6. Βασιζόμενοι (και) στο προηγούμενο ερώτημα, ποια η προβληματική του βιβλίου σου «Πάσα στην ψυχή» και πού αποσκοπεί;
«Ουσιαστικά παρουσιάζω το ποδόσφαιρο όχι ως άθλημα αγωνιστικού χώρου, αλλά συναισθημάτων, διλημμάτων, έμπνευσης και κινήτρων, αυτοπεποίθησης, επικοινωνίας και κριτικής. Το παρουσιάζω ως συνθήκη ζωής, που εμπνέει τα παιδιά να ονειρευτούν και να προοδεύσουν, επειδή αγαπούν τους ήρωές του.
Εστιάζω στον αθλητή πίσω από τον αθλητή και όχι απαραίτητα στον αθλητή των κυπέλλων, της δόξας και των διακρίσεων αλλά στον μέσο αθλητή, τον αγνοημένο από τη λάμψη της δημοσιότητας.»
Όπως σχετικά γράφω στο βιβλίο μου, «το ποδόσφαιρο στις αναπτυξιακές ηλικίες είναι ένα συνεχές ντέρμπι ζωής. Ξεπερνά τα όρια του αθλητισμού και απλώνεται άθελά του, χάρη στα κανάλια της έμπνευσης, σε πτυχές της ιστορίας, της πολιτικής, ακόμη και της θρησκείας. Κρύβει εντάσεις, θριάμβους και δράματα, εμπειρίες και μαθήματα ζωής. Δημιουργεί ήρωες και θεούς με την ίδια ευκολία που δημιουργεί και αποδιοπομπαίους τράγους. Όπως σε κάθε μεγάλο ντέρμπι, στο ποδόσφαιρο των αναπτυξιακών ηλικιών αναμετρώνται τα όνειρα, οι ελπίδες, τα αδιέξοδα, οι τύψεις, οι ενοχές, οι εγωισμοί, η ίδια η ταυτότητα όλων όσων συμμετέχουν. Όσων αγωνίζονται μέσα στο γήπεδο, όσων κατευθύνουν έξω από τις γραμμές του, όσων παρακολουθούν από τις εξέδρες του.»
Είναι ανάγκη λοιπόν να εξηγήσουμε στα παιδιά μας ότι ο αθλητισμός δεν είναι μόνο οι πρωταγωνιστές του εντός αγωνιστικών χώρων. Είναι και ο αθλητής του πάγκου, ο εκφωνητής, ο φωτογράφος, ο κάμεραμαν, ο φροντιστής του γηπέδου.»
*Ο Αχιλλέας Υφαντίδης είναι ψυχολόγος υψηλής απόδοσης και επικοινωνιολόγος.
Παράλληλα, είναι Επιστημονικός Συνεργάτης – Ψυχολόγος των Σχολών Προπονητών UEFA της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, μέλος του κύριου διδακτικού προσωπικού στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και συγγραφέας του βιβλίου «ΠΑΣΑ στην ΨΥΧΗ, Θέματα Ψυχολογίας και Επικοινωνίας για Προπονητές, γονείς και ποδοσφαιριστές στις αναπτυξιακές ηλικίες» (μεταφρασμένο και στην αγγλική γλώσσα), εκδόσεις Sportbook.
www.bnsports.gr